Ένα από τα συστατικά στοιχεία της ισχύος του Πυροβολικού Μάχης σήμερα είναι και τα ραντάρ αντί-πυροβολικού. Ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) διαθέτει 10 AN/TPQ-36(v)7 FireFinder, οκτώ (8) AN/TPQ-37(v)3 FireFinder και τρία (3) ARTHUR Mod.B (Artillery Hunting Radar) της σουηδικής Saab. Αποστολή των ραντάρ αντί-πυροβολικού είναι η αναζήτηση και ο εντοπισμός των εχθρικών μέσων πυροβολικού και γενικότερα των όπλων καμπύλης τροχιάς. Κομβικό ρόλο έχουν τα ραντάρ αντί-πυροβολικού που ανήκουν στις Πυροβολαρχίες Παρατηρήσεως. Στο Δ Σώμα Στρατού υπάρχουν οι 187 και 188 Πυροβολαρχίες Παρατηρήσεως με αποστολή τον εντοπισμό του εχθρικού πυροβολικού.

Τα 10 AN/TPQ-36(v)3 FireFinder αποκτήθηκαν τη δεκαετία του 1990 (τα πρώτα πέντε παρελήφθησαν το 1990). Τα δύο (2) πρώτα AN/TPQ-37(v)3 αγοράστηκαν τον Μάιο του 1996 και παρελήφθησαν το Σεπτέμβριο του 1999, ενώ έξι (6) AN/TPQ-37(v)7 αγοράστηκαν τον Φεβρουάριο του 2000, έναντι του ποσού των $ 108.779.000. Οι παραδόσεις τους ξεκίνησαν τον Μάιο του 2003 και ολοκληρώθηκαν το Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Στο συμβόλαιο αγοράς των έξι (6) ραντάρ προβλεπόταν και η αναβάθμιση των δύο (2) πρώτων στο επίπεδο AN/TPQ-37(v)7.

Τα ARTHUR Mod.B αγοράστηκαν το Φεβρουάριο του 2002, έναντι του ποσού των $ 54.901.475. Τα δύο (2) πρώτα ραντάρ παρελήφθησαν το Νοέμβριο του 2004, ενώ το τρίτο, το οποίο συναρμολογήθηκε στην Ελλάδα από την Intracom, παραδόθηκε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Το δικαίωμα προαίρεσης για έξι (6) επιπλέον ραντάρ, που προέβλεπε η αρχική σύμβαση, δυστυχώς δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ και λέμε δυστυχώς διότι τα ARTHUR έχουν αποδειχθεί αξιόπιστα και ικανά.

Τα ραντάρ αποκτήθηκαν στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών αγορών, που ανέλαβε να εκπληρώσει η Ελλάδα έναντι της Κύπρου, μετά τη συμφωνία μετεγκατάστασης των S-300 PMU-1 από την Κύπρο στην Ελλάδα. Ωστόσο, για πολιτικούς λόγους, αποφασίστηκε τα ραντάρ να παραμείνουν στην Ελλάδα. Για την μετακίνηση τους τα ARTHUR χρησιμοποιούν τα ερπυστριοφόρα αμφίβια οχήματα παντoδαπού εδάφους Bv-206, τα οποία διαθέτουν δύο (2) οχήματα-καμπίνες.

Το ΑΝ/TPQ-36 είναι προϊόν συνεργασίας της γαλλικής Thales και της αμερικανικής Raytheon. Εντοπίζει αυτόματα και άμεσα πυρομαχικά όλμων, πυροβόλων και πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών μέσου βεληνεκούς. Αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τέθηκε σε υπηρεσία τον Ιανουάριο του 1985. Το σύστημα μπορεί να εντοπίσει, από την πρώτη βολή, μέσα πυροβολικού, τα οποία βάλλουν από διαφορετικές τοποθεσίες. Στη συνέχεια, τα στοιχεία διαβιβάζονται στα φίλια μέσα πυροβολικού, τα οποία με τη σειρά τους εκτελούν βολές για την εξουδετέρωση του εχθρικού πυροβολικού. Η ταχύτητα του AN/TPQ-36, στις διαδικασίες ανίχνευσης και εντοπισμού, επιτρέπει στο σύστημα να εντοπίζει την εχθρική μονάδα πυρός πριν ακόμα το εχθρικό βλήμα καταπέσει στο σημείο προσβολής. Η σταθερή κεραία του συστήματος εκπέμπει δέσμη ταχείας συχνότητας στον ορίζοντα, καλύπτοντας γωνία 90ο.

Κάθε επερχόμενο εχθρικό βλήμα, το οποίο περνά μέσα σε αυτό το εύρος έρευνας εντοπίζεται από το AN/TPQ-36, το οποίο ενεργοποιεί αυτόματα μία δέσμη εκπομπής προς επιβεβαίωση, ενώ ξεκινά αυτόματα και τη διαδικασία ανίχνευσης της απειλής. Ενώ το σύστημα ανιχνεύει μία απειλή, ταυτόχρονα συνεχίζει να εκτελεί τις διαδικασίες της σάρωσης, του εντοπισμού και της ανίχνευσης άλλης πιθανής απειλής. Το AN/TPQ-36 αποτελείται από την κεραία ΟΥ-71, η οποία λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «Χ» (7-12,5 GHz), τη γεννήτρια ηλεκτρικής ισχύος ΜΕΡ112A και το κέντρο ελέγχου ΟΚ-398, το οποίο διαθέτει εξοπλισμό επεξεργασίας, τη μονάδα εντοπισμού όπλων και εξοπλισμό επικοινωνιών. Το κέντρο ελέγχου μπορεί να βρίσκεται έως και 50 μέτρα μακριά από την κεραία του συστήματος. Οι διαστάσεις της κεραίας είναι (μήκος x πλάτος x ύψος) 4,6 μέτρα x 2,1 μέτρα x 3,7 μέτρα (σε ανάπτυξη). Το βάρος της είναι 1.466 κιλά.

Το AN/TPQ-37 Firefinder είναι το έτερο κομμάτι του συστήματος αντί-πυροβολικού Firefinder και χρησιμοποιείται για μεγάλες αποστάσεις. Εκτός από τη διαφοροποίηση στο ζήτημα του βεληνεκούς, τα δύο συστήματα του Firefinder παρουσιάζουν πάρα πολλές ομοιότητες στα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά, στις διαδικασίες συντήρησης και υποστήριξης και στις διαδικασίες έρευνας και εντοπισμού.

Να σημειωθεί ότι το κέντρο ελέγχου του AN/TPQ-36 μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως κέντρο ελέγχου του AN/TPQ-37 με την προσθήκη απλώς ενός προγράμματος λογισμικού, επιτυγχάνοντας έτσι επιχειρησιακή ευελιξία. Το AN/TPQ-36 μπορεί να εντοπίσει και να καταγράψει τη θέση έως και 10 διαφορετικών μέσων πυροβολικού σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και σε μέγιστη απόσταση έως και 24 χιλιόμετρα για πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών ή 18 χιλιόμετρα για βλήματα πυροβολικού, ενώ μπορεί να αποθηκεύσει δεδομένα για 99 στόχους.

Επίσης, μπορεί να χρησιμεύσει και ως σύστημα διόρθωσης φίλιων πυρών πυροβολικού. Οι επεξεργαστές σήματος και δεδομένων ελέγχουν κάθε εισερχόμενο ίχνος, έτσι ώστε να απομονωθούν και να απορριφθούν ψευδείς στόχοι όπως πτηνά ή αεροσκάφη. Μόλις επιβεβαιωθεί μια απειλή, ενεργοποιούνται οι διαδικασίες προσδιορισμού του σημείου εκτόξευσης του βλήματος, αλλά και του πιθανού σημείου πρόσκρουσης.

Εκτός από το βασικό εύρος των 90ο με σταθερή έρευνα αυτής της ζώνης, το σύστημα μπορεί να λειτουργήσει σε όλο το εύρος των 360ο. Στην περίπτωση αυτή, το AN/TPQ-36 εκτελεί έρευνα σε ένα τεταρτημόριο (δηλαδή στο τόξο των 90ο) για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά στρέφεται αυτόματα στο δεύτερο τεταρτημόριο, μετά στο τρίτο και τέλος στο τέταρτο. Το σύστημα μπορεί να ενεργοποιηθεί και να τεθεί προς χρήση εντός 15 λεπτών, ενώ μπορεί να αναδιπλωθεί και να κινηθεί σε νέα τοποθεσία εντός 5 λεπτών. Τέλος, απαιτεί πλήρωμα έξι (6) ατόμων. Σήμερα, η νεότερη έκδοση του AN/TPQ-36 είναι η (v)10 με βελτιωμένες επιδόσεις, μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ, χαμηλότερο κόστος λειτουργίας και αυξημένη μέγιστη εμβέλεια εντοπισμού κατά 50% τουλάχιστον. Την έκδοση αυτή έχει επιλέξει το Ιράκ, το οποίο το 2011 προχώρησε στην προμήθεια έξι (6) AN/TPQ-36(v)10 και 18 AN/TPQ-48 LWCMR (Light Weight Counter-Mortar Radar) έναντι $ 299 εκατομμυρίων.

Το AN/TPQ-37 Firefinder είναι το έτερο κομμάτι του συστήματος Firefinder και χρησιμοποιείται για μεγαλύτερες αποστάσεις (μπορεί να εντοπίσει πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών σε αποστάσεις έως 50 χιλιόμετρα και πυρομαχικά πυροβολικού έως 30 χιλιόμετρα, η ελάχιστη απόσταση εντοπισμού είναι τα 3 χιλιόμετρα). Εκτός από τη διαφορά στο μέγιστο βεληνεκές εντοπισμού, τα AN/TPQ-36 και AN/TPQ-37 παρουσιάζουν πάρα πολλές ομοιότητες στα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά, στις διαδικασίες συντήρησης και τεχνικής υποστήριξης και στις διαδικασίες έρευνας και εντοπισμού. Το AN/TPQ-37, όπως και το AN/TPQ-36, μπορεί να εκτελέσει έρευνα σε τόξο 90ο ή σε όλο το τόξο των 360ο (το AN/TPQ-36 μπορεί να εκτελέσει και έρευνα σε τόξο 60ο για απειλές τακτικών βλημάτων εδάφους-εδάφους). Η κεραία του AN/TPQ-37 λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «S», ενώ οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι 12 άτομα.

Η έκδοση AN/TPQ-37(v)3 του ΕΣ είναι πλέον ξεπερασμένη από την νεότερη και ικανότερη έκδοση AN/TPQ-36(v)8. Η συγκεκριμένη έκδοση αποτελείται από την κεραία ΟΥ-72(v)5, τη γεννήτρια ηλεκτρικής ισχύος ΜΕΡ155A, τη μονάδα παροχής ισχύος PU-707 και το κέντρο ελέγχου ΟΚ-398(v)6. Το κέντρο ελέγχου είναι σε κουβούκλιο τύπου S-250, το οποίο φέρεται επί οχήματος M-1097 HMMWV, ενώ η κεραία είναι τοποθετημένη σε τρέιλερ τύπου M-1048A1, το οποίο ρυμουλκείται από φορτηγό πέντε (5) τόνων τύπου M-925A2. Επιστρέφοντας στα ελληνικά AN/TPQ-37(v)3, μπορούν να αποθηκεύσουν έως και 109 στόχους, με μέγιστο ρυθμό πέντε (5) στόχους το λεπτό.

Ο χρόνος τάξεως είναι 30 λεπτά. Να σημειωθεί ότι Αμερικανικός Στρατός έχει ξεκινήσει τη διαδικασία αντικατάστασης των AN/TPQ-36/37 με το AN/TPQ-53 QRCR (Quick Reaction Capability Radar της Lockheed Martin. Το πρώτο ραντάρ παραδόθηκε τον Μάιο του 2020.

Το ARTHUR Mod.B έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αξιόπιστο και έχει αφήσει θετικές εντυπώσεις στον ΕΣ ως ένα σύστημα υψηλή στρατηγική και τακτική ευελιξία, ικανό να λειτουργεί τόσο σε στατικά όσο και σε ταχύτατα μεταβαλλόμενα επιχειρησιακά σενάρια. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για το πλέον σύγχρονο και ικανό ραντάρ αντιπυροβολικού του ΕΣ με εξαιρετικές επιδόσεις.

Ο χρόνος προετοιμασίας του συστήματος για χρήση είναι πάρα πολύ μικρός (χρειάζεται ένα μόλις άτομο και δύο λεπτά για την προετοιμασία του), έχει χαμηλές απαιτήσεις επάνδρωσης, ενώ μπορεί εύκολα να ενσωματωθεί σε οποιοδήποτε δίκτυο διοίκησης και ελέγχου. Η κεραία του συστήματος είναι παθητικής διάταξης φάσης και επιλέχθηκε αντί της ενεργητικής διάταξης φάσης για δύο (2) λόγους: Ο πρώτος είναι ότι είναι ελαφρύτερη και ο δεύτερος ότι δεν μπορεί να εντοπιστεί εύκολα. Το ARTHUR έχει σχεδιαστεί προκειμένου να μην γίνεται εύκολα αντιληπτό από τις εχθρικές δυνάμεις αλλά και να μην μπορεί εύκολα κανείς να επηρεάσει τη χρήση και τη λειτουργία του με ηλεκτρονικά αντίμετρα.

Το ARTHUR Mod.B έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αξιόπιστο και έχει αφήσει θετικές εντυπώσεις στον ΕΣ.

Τα ARTHUR μπορούν να εναλλάσσουν πληροφορίες και δεδομένα μεταξύ τους, έτσι ώστε ο χρόνος εντοπισμού της επερχόμενης απειλής να μειώνεται δραστικά, χωρίς να μειώνεται ο χώρος, ο οποίος ελέγχεται. Η κεραία του μπορεί να λειτουργήσει από απόσταση εξασφαλίζοντας την επιβίωση του πληρώματος σε περίπτωση προσβολής του. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι, προαιρετικά, το ARTHUR μπορεί να εφοδιαστεί με σύστημα προστασίας από ραδιολογικές, βιολογικές και χημικές ουσίες, καθώς και με συλλογή αντιναρκικής προστασίας. Το χαμηλό βάρος του ARTHUR (κάτω των 4 τόνων) επιτρέπει την ενσωμάτωσή του σε διάφορα οχήματα, αυξάνοντας έτσι το βαθμό ευελιξίας του. Επίσης, το χαμηλό βάρος επιτρέπει την αερομεταφορά του από C-27 Spartan ή C-130 Hercules, ακόμα και από ελικόπτερο CH-47 Chinook (ως εξωτερικό φορτίο). Για εκπαιδευτικούς λόγους, το ARTHUR ενσωματώνει και σύστημα προσομοίωσης, με δυνατότητα παραγωγής διαφόρων σεναρίων.

Όπως προείπαμε, το ARTHUR είναι παθητικής διάταξης φάσης, στη ζώνη συχνοτήτων C (5,4-5,9 GHz). Η μέγιστη εμβέλεια εντοπισμού είναι 40 χιλιόμετρα, για όλμους των 120 χιλιοστών ή 25 χιλιόμετρα για πυρομαχικά πυροβολικού. Μπορεί να εντοπίσει περίπου 100 στόχους το λεπτό. Η τυπική ζώνη έρευνας είναι της τάξεως των 90ο αλλά το σύστημα έχει ικανότητα μηχανικής περιστροφής σε τόξο εύρους 300ο.

Το κέντρο διοίκησης και ελέγχου λειτουργεί με ένα μόνο άτομο, ενώ μπορεί να ελεγχθεί και εξ αποστάσεως. Έχει πλήρεις ικανότητες σχεδιασμού μιας αποστολής και ικανότητα παραγωγής ψηφιακών χαρτών, καθώς και ψηφιακής τοπογραφίας. Επίσης, μπορεί να ταξινομήσει τις επερχόμενες απειλές ανάλογα με τον βαθμό της επικινδυνότητας τους. Άλλα υποσυστήματα του ARTHUR είναι η μονάδα επεξεργασίας των εισερχόμενων δεδομένων, τα συστήματα ασφαλούς επικοινωνίας και η μονάδα αδρανειακής πλοήγησης.

Η έκδοση ARTHUR Mod.C έχει μεγαλύτερη κεραία και επιτυγχάνει καλύτερες επιδόσεις: 31 χιλιόμετρα μέγιστο βεληνεκές εντοπισμού πυρομαχικών πυροβολικού, 55 χιλιόμετρα στην περίπτωση των πυρομαχικών όλμων των 120 χιλιοστών και 50-60 χιλιόμετρα στην περίπτωση ρουκετών. Επίσης μπορούν να εντοπίζουν 100 στόχους το λεπτό με πιθανότητα κυκλικού σφάλματος 0,2% για ρουκέτες και πυρομαχικά πυροβολικού και 0,1% για πυρομαχικά όλμων (το ARTHUR Mod.B έχει πιθανότητα κυκλικού σφάλματος 0,35%).

Την επιλογή της αναβάθμισης των ARTHUR στο επίπεδο Mod.C έχει επιλέξει ο Βρετανικός Στρατός, στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος κόστους $ 51 εκατομμυρίων το οποίο θα υλοποιηθεί την περίοδο 2022-2023. Σε εξέλιξη βρίσκεται και η ανάπτυξη της έκδοσης ARTHUR Mod.D στην οποία το μέγιστο βεληνεκές εντοπισμού θα αυξηθεί στα 100 χιλιόμετρα, ενώ η πιθανότητα κυκλικού σφάλματος θα μειωθεί στο 0,15% στο μέγιστο βεληνεκές.

Στο άμεσο μέλλον ο ΕΣ και ειδικότερα το Πυροβολικό Μάχης θα κληθεί να αντικαταστήσει τα ραντάρ αντί- πυροβολικού AN/TPQ-36(v)3 FireFinder καθώς και AN/TPQ-37 με νεότερα και ικανότερα συστήματα. Παράλληλα θα πρέπει να εξεταστεί ο εκσυγχρονισμός μέσης ζωής των υπέρ πολύτιμων Arthur καθώς και η πρόσκτηση επιπλέον Arthur των νεότερων εκδόσεων ώστε να ομογενοποιηθεί η δύναμη των ελληνικών ραντάρ αντί- πυροβολικού. Σε κάθε περίπτωση τα σουηδικά ραντάρ αποδείχθηκαν εξαιρετικά πολλά επίπεδα ανώτερα των αμερικανικών τα οποία αντιμετώπισαν σωρεία προβλημάτων και είναι «οριακής» αξιοπιστίας και αποδοτικότητας.