Στο πλαίσιο των τακτικών παρουσιάσεων μας για οπλικά συστήματα τα οποία, κατά την άποψη μας, θα μπορούσαν να τύχουν αξιολόγησης από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, το παρόν άρθρο παρουσιάζει ένα καινοτόμο πυραυλικό σύστημα, το οποίο αναπτύσσουν από κοινού η σουηδική Saab και η αμερικανική Boeing. Πρόκειται για το GLSDB (Ground Launched Small Diameter Bomb), το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από την έκδοση χερσαίας εκτόξευσης των κατευθυνόμενων βομβών SDB I (GBU-39 των 250 λιβρών). Πρόκειται για ένα καινοτόμο σύστημα, οικονομικό και ευέλικτο, το οποίο συνδυάζει εν υπηρεσία συστήματα, όπως είναι οι βόμβες SDB Ι και οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών Μ-142 HIMARS (High Mobility Artillery Rocket System) και M-270 MLRS (Multiple-Launch Rocket System) σ’ ένα νέο σύστημα.

Η πρώτες βολές του GLSDB έγιναν το 2015, ενώ το 2017 έγιναν δοκιμαστικές βολές παρουσία της αμερικανικής υπηρεσίας AMRDEC (US Army Aviation & Missile Research, Development and Engineering Center). Σύμφωνα με την AMRDEC ο Αμερικανικός Στρατός ενδιαφέρεται έντονα για τα συστήματα GLSDB διότι «σήμερα οι χερσαίες δυνάμεις έχουν ανάγκη από αυξημένο βεληνεκές και ευελιξία». Κατά τη διάρκεια των δοκιμών τα GLSDB πέτυχαν μέγιστο βεληνεκές της τάξεως των 100 χιλιομέτρων, ενώ το 2019 προσέβαλαν στόχο θαλάσσης σε απόσταση 130 χιλιομέτρων. Σε κάθε περίπτωση, πέτυχε μεγαλύτερο βεληνεκές από τα πυροβόλα, αυτοκινούμενα και ρυμουλκούμενα, αλλά και τα ρουκετοβόλα, που χρησιμοποιεί ο Ελληνικός Στρατός. Ουσιαστικά πρόκειται για σύστημα κατευθυνόμενων βλημάτων πυροβολικού αυξημένου βεληνεκούς, πάντα σε σχέση με τα συμβατικά πυρομαχικά.

Τα GLSDB ενσωματώνουν σύστημα καθοδήγησης GPS/INS (στη διαμόρφωση με τη βόμβα GBU-39A/B) ή GPS/INS και ημί-ενεργού λέιζερ (για την τερματική φάση) στη διαμόρφωση με τη βόμβα GBU-39B/B Laser και μπορούν να εμπλέξουν και κινούμενους στόχους, μια εξίσου σημαντική επιχειρησιακή παράμετρος. Μετά την εκτόξευση του και σε προκαθορισμένο ύψος η βόμβα SDB Ι αποχωρίζεται από τον κινητήρα και κινείται για την προσβολή του επιλεγμένου στόχου, στο έδαφος ή τη θάλασσα. Στόχος είναι το μέγιστο βεληνεκές να φτάσει τα 150 χιλιόμετρα, με τιμή Πιθανότητας Κυκλικού Σφάλματος (CEP : Circular Error Probability), στο μέγιστο βεληνεκές, το ένα (1) μέτρο. Να σημειωθεί ότι το βεληνεκές των 150 χιλιομέτρων αφορά σε κατά μέτωπο προσβολή. Σε πλευρικές προσβολές (με κατά μέτωπο εκτόξευση), το μέγιστο βεληνεκές είναι της τάξεως των 115 χιλιομέτρων, ενώ σε προσβολές στο όπισθεν τόξο (πάλι με κατά μέτωπο εκτόξευση) το μέγιστο βεληνεκές μειώνεται στα 70 χιλιόμετρα.

Τα πλεονέκτημα που προσφέρει το GLSDB είναι πολλά: Είναι ένα σύστημα, η ανάπτυξη του οποίου έχει μικρό τεχνολογικό ρίσκο, καθώς βασίζεται σε δοκιμασμένα και εν υπηρεσία συστήματα, είναι κατευθυνόμενο, άρα επιτυγχάνει μεγαλύτερη ακρίβειας προσβολής και οικονομία πυρομαχικών, σε σχέση με τα συμβατικά πυρομαχικά, έχει μεγάλη εμβέλεια, δηλαδή μπορεί να εκτελεί βολές από αποστάσεις ασφαλείας, μπορεί να προσβάλει στόχους σε ξηρά και θάλασσα, σταθερούς ή κινούμενους, προς πάσα κατεύθυνση, έχει τη δυνατότητα προσβολής ενός στόχου με πολλαπλά πυρομαχικά (MRSI : Multiple Rounds Simultaneous Impact), μπορεί να αποφύγει ανεπιθύμητες εξάρσεις ή διαμορφώσεις του εδάφους ή να τις ακολουθεί για να αποφύγει εντοπισμό από συστήματα C-RAM και μπορεί να προγραμματίσει τη στιγμή της πυροδότησης του (κατά την επαφή ή σε προκαθορισμένο υψόμετρο).

Το ερώτημα είναι τι μπορεί να προσφέρει ένα τέτοιο σύστημα στην Ελλάδα. Η απάντηση είναι πολλά, με κύριο όφελος της εμπλοκή εχθρικών στόχων, σε μεγάλες αποστάσεις, με ακρίβεια και από απόσταση ασφαλείας στον Έβρο και τα νησιά του Αιγαίου. Η φωτογραφία εξωφύλλου είναι ενδεικτική και δείχνει το βεληνεκές των 150 χιλιομέτρων των GLSDB να εκτοξεύεται από υποθετικές θέσεις στον Έβρο και το Αιγαίο. Η χρήση του, ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου, τα καθιστά συστήματα Αντί-Πρόσβαση/Άρνηση Περιοχής (A2/AD : Anti-Access/Area Denial), αλλά και έναν σοβαρό «πονοκέφαλο» για τους Τούρκους επιτελείς οι οποίοι θα πρέπει να βρουν λύση στην δυνατότητα μας να προσβάλουμε μαζικά, με ακρίβεια και σε βάθος όλες τις υποδομές των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων στα Μικρασιατικά παράλια και την εγγύς ενδοχώρα, από τη Θάλασσα του Μαρμαρά μέχρι απέναντι από το Καστελόριζο. Επειδή το Αιγαίο είναι μια κλειστή θάλασσα με συγκεκριμένες αποστάσεις μεταξύ των νησιών, αλλά και μεταξύ των νησιών της Μικρά Ασίας, το βεληνεκές των 150 χιλιομέτρων δημιουργεί προϋποθέσεις άρνησης περιοχής και πρόσβασης.

Και αυτό, εκ των πραγμάτων, είναι αποτροπή στην ειρήνη, καταστροφή στον πόλεμο και μοχλός πίεσης στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις. Συστήματα όπως είναι το GLSDB αυξανόταν το ρίσκο που θα πρέπει να αναλάβει η Τουρκία εάν θέλει να μετουσιώσει σε πράξη την επιθετική της ρητορική και να προκαλέσει σύρραξη. Μεγαλύτερο ρίσκο σημαίνει μεγαλύτερες απώλειες ή αποτυχία της προσπάθειας. Η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στις Μικρασιατικές ακτές και το περιορισμένο βάθος της Ανατολικής Θράκης, σε συνδυασμό με το μεγάλο βεληνεκές του GLSDB, συνθέτουν ένα περιβάλλον, ιδανικό για την Ελλάδα, πάνω στο οποίο μπορεί να χτίσει αποτροπή και να περάσει το μήνυμα στην Τουρκία ότι οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια εναντίων μας σημαίνει μαζική προσβολή τουρκικών στόχων και υποδομών σε Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία.

Η χρήση των GLSDB παρέχει μια σειρά επιχειρησιακών πλεονεκτημάτων, τα οποία συνάδουν με το δόγμα αποτροπής που έχουμε ως χώρα. Η διάθεση μέσων ικανών να εκτοξεύουν ισχυρό πυρ, με ακρίβεια και σε μεγάλες αποστάσεις, σε συνδυασμό με τα άλλα διαθέσιμα μέσα πυροβολικού που έχουμε, όπως είναι τα πυροβόλα, τα ρουκετοβόλα, τα τακτικά πυραυλικά συστήματα και τα βλήματα παράκτιας άμυνας, όλα μαζί θα συνέθεταν μια εικόνα «κλειδώματος» του Αιγαίου και θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να προσβάλει στόχους με ακρίβεια και σε βάθος εντός της τουρκικής ενδοχώρας, σε στόχους τακτικής ή στρατηγικής σημασίας, όπως αεροπορικές βάσεις και ναύσταθμοι, σημεία συγκέντρωσης προσωπικού και υλικού, στη Θράκη και το Αιγαίο. Επιπλέον, συστήματα όπως το GLSDB, εγκαταστημένα σε οποιοδήποτε νησί του Αιγαίου, μπορούν να αποτρέψουν οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια εναντίων νησίδας ή βραχονησίδας, σε μια κρίση τύπου Ίμια, χωρίς την ανάγκη έκθεσης προσωπικού στους κινδύνους μιας αποβατικής ενέργειας ανακατάληψης.