Τον περασμένο Φεβρουάριο συμπληρώθηκαν 48 χρόνια από την πρώτη πτήση του μονοκινητήριου μαχητικού F-16. Από αυτά βρίσκεται σε υπηρεσία στην Ελλάδα, τα 33. Από τον Ιανουάριο του 1989 που ιδρύθηκε η 330 Μοίρα (Κεραυνός). Η πρώτη μονάδα της Πολεμικής Αεροπορίας που εξοπλίστηκε με μαχητικά F-16 Block 30.

H επίσημη ένταξη σε υπηρεσία έγινε με την κήρυξη της 330 επιχειρησιακής, τον Απρίλιο του 1990. Από τότε έγιναν πολλά βέβαια, καθώς ακολούθησαν άλλες τρεις αγορές F-16 από την Ελλάδα. Τη συγκρότηση και δεύτερης Μοίρας F-16 Block 30, της 346 (Ιάσων), διαδέχθηκε η δεύτερη παραγγελία 40 ακόμη μαχητικών F-16 Block 50 το 1992.

Η παραλαβή των μαχητικών αυτών ξεκίνησε ώς διαδικασία τον Ιούλιο του 1997 και στα χρόνια που ακολούθησαν η Πολεμική Αεροπορία πέρασε σε άλλο επίπεδο. Το F-16 Block 30 ήταν όντως πλατφόρμα πολλαπλών ρόλων για τα δεδομένα της δεκαετίας του ‘80 και των αρχών της δεκαετίας του ΄90, δεδομένου ότι μπορούσε να λειτουργήσει τόσο σε ρόλο αέρος – αέρος, όσο και σε ρόλο αέρος – εδάφους.

Σημαντικότερο κομμάτι του εξοπλισμού του για τη δυνατότητα αυτή, ήταν το ραντάρ AN/APG-68 που αντικατέστησε στη γραμμή παραγωγής το AN/APG-66, όταν η έκδοση -C αντικατέστησε την -Α. Παρά το γεγονός αυτό, το F – 16, αν και καλύτερα, έκανε ότι και το F – 4 Phantom. Παράλληλα δε, απέκτησε τη δυνατότητα βολής του νέας γενιάς τότε, μέσης ακτίνας πυραύλου αέρος – αέρος ΑΙΜ – 120 AMRAAM, αρκετά χρόνια μετά την ένταξή του σε υπηρεσία.

Η σημαντική διαφοροποίηση ήρθε με την εισαγωγή του Block 50 σε υπηρεσία, μαζί με το σύστημα LANTIRN. Mέχρι εκείνη την περίοδο, αρχές της δεκαετίας του 2000, τόσο το καθαρόαιμο βομβαρδιστικό Α – 7Η/Ε Corsair II, όσο και το Phantom μπορούσαν να πλήξουν στόχους στο έδαφος με μεγάλη ακρίβεια με τη συνδυασμένη χρήση ραντάρ και INS. Ημέρα και νύχτα. Το ίδιο είχε τη δυνατότητα να κάνει και το F-16 Block 30 με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια.

Με το Block 50 και το LANTIRN η Πολεμική Αεροπορία απέκτησε τη δυνατότητα διείσδυσης στον εχθρικό εναέριο χώρο από μικρό ύψος, καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, μέσω του ατρακτιδίου ναυτιλίας AN/AAQ – 13. Και ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Άρα, μπορούσε για πρώτη φορά στην ιστορία της να πλήξει στόχους βαθιά μέσα στο εχθρικό έδαφος με τα μαχητικά της να δρούν ανεντόπιστα.

Απέκτησε επίσης τη δυνατότητα να πλήττει στόχους με μεγάλη ακρίβεια με βόμβες καθοδήγησης λέιζερ (LGB), μέσω του ατρακτιδίου στοχοποίησης AN/AAQ-14 του LANTIRN. Είναι καθαρά παθητική μέθοδος στοχοποίησης που προσφέρει τη δυνατότητα αιφνιδιαστικής επίθεσης με ελιγμό pop up (Double ninety), ελάχιστα πριν από την άφιξη στην περιοχή που βρίσκεται ο στόχος.

Στη δεκαετία του ‘90 λοιπόν το F-16 αποτέλεσε σημαντικό εξελικτικό βήμα για την Πολεμική Αεροπορία. Το ίδιο βέβαια ίσχυσε και για την τουρκική ΤΗΚ και μάλιστα νωρίτερα, αν και τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων στο πλαίσιο ασκήσεων του ΝΑΤΟ έδειξαν (και εξακολουθούν να δείχνουν) ότι τα τουρκικά πληρώματα ουδέποτε κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν τη δυνατότητα Terrain Following και πληγμάτων ακριβείας του F-16/LANTIRN, στο βαθμό που το είχαν επιτύχει τα ελληνικά πληρώματα!

Αυτές οι δυνατότητες και οι επιδόσεις, κατέρριψαν τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της αγοράς μαχητικών F/A – 18C/D η – Α/- Β. Το δικινητήριο ελαφρύ μαχητικό YF – 17 της Northrop που ανταγωνίστηκε το YF – 16 της General Dynamics στον διαγωνισμό για την επιλογή του ως το νέο ελαφρύ μαχητικό της USAF (πρόγραμμα LWF – Light Weight Fighter), βάρυνε πολύ και παράλληλα μεγάλωσε σε διαστάσεις όταν εξελίχθηκε στο ναυτικό F/A – 18A/B από τη McDonnell Douglas. Μπορεί να είχε μεγαλύτερη ακτίνα και μεταφορική ικανότητα σε οπλικό φορτίο σε σχέση με το F – 16, αλλά ήταν λιγότερο ευέλικτο και με σαφώς μεγαλύτερο κόστος χρήσης και υποστήριξης. Πέρα από το ότι ήταν ακριβότερο ως μαχητικό ως προς την αγορά του.

Η Πολεμική Αεροπορία μπορεί όντως να είχε καταλήξει στην επιλογή του δικινητήριου F/A – 18 στο πλαίσιο της διαδικασίας που ονομάστηκε καταχρηστικά “ελληνική αγορά του αιώνα”, κυρίως επειδή ήταν δικινητήριο. Η εμπειρία όμως απέδειξε ότι το μονοκινητήριο F – 16 ταίριαζε καλύτερα στις ελληνικές επιχειρησιακές ανάγκες.

Η επιτάχυνση, ο βαθμός ανόδου και γενικά οι επιδόσεις του F – 16 δεν μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα νούμερα του F/A – 18 ή του Mirage 2000. To τελευταίο δε, μπορούσε να το ανταγωνιστεί χάρη στην πτέρυγα δέλτα και υπερτερούσε απόλυτα σε συγκεκριμένο φάσμα ταχυτήτων και υψών. Στη δεκαετία του ‘90 το γαλλικό μαχητικό αναβαθμίστηκε ενώ βρισκόταν σε ελληνική υπηρεσία, αποκτώντας το εξαιρετικών δυνατοτήτων σύστημα αυτοπροστασίας και ηλεκτρονικού πολέμου ICMS 2000Mk.1 και την ικανότητα μεταφοράς και εκτόξευσης δύο αντιπλοϊκών πυραύλων ΑΜ-39 Exocet.

Αντίθετα, το F-16 και στις δύο εκδόσεις Block 30 και Block 50 δεν είχε τη δυνατότητα αξιοποίησης αντιπλοϊκών πυραύλων, ενώ και το ASPIS I που ενσωματώθηκε σε αυτά ως σύστημα αυτοπροστασίας και Η/Π, ήταν υποδεέστερο του ICMS 2000Mk.1. Tαυτόχρονα, το Mirage 2000EG δεν είχε τις δυνατότητες του F-16 στην εναέρια μάχη πέραν του οπτικού ορίζοντα (BVR), ακόμα και όταν απέκτησε την ικανότητα βολής του ημιενεργού καθοδήγησης Super 530D της Matra.

Η δεκαετία του 2000 διαφοροποιεί τα δεδομένα

Από το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90 οι Γάλλοι μέσω του προγράμματος Rafale, υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν μέρος της τεχνολογίας που ανέπτυξαν για το νέο δικινητήριο μαχητικό τους και στο Mirage 2000, σε μία προσπάθεια να το καταστήσουν άκρως ανταγωνιστικό έναντι των νέων εκδόσεων του F-16. To πέτυχαν σε πολύ μεγάλο βαθμό όταν τα ΗΑΕ επένδυσαν συνδράμοντας (αναλαμβάνοντας επι της ουσίας το κόστος) στην ανάπτυξη του -9.

Το ίδιο βέβαια και με διπλάσιο σχεδόν κόστος, έπραξαν ταυτόχρονα και στην περίπτωση του F – 16E/F Block 60, αλλά οι νεοτερισμοί που εισήγαγε η κορυφαία μέχρι σήμερα έκδοση του Fighting Falcon, δεν μεταφέρθηκαν στη γραμμή παραγωγής για λογαριασμό και άλλων αεροπορικών δυνάμεων. Το σύγχρονο του Mirage 2000-9/-5Mk.2, F-16 Block 50+/52+ και Block 50+ Advanced/52+ Advanced δεν είχε τις δυνατότητες του πρώτου στην εναέρια μάχη πέραν του οπτικού ορίζοντα (BVR), αλλά διέθετε σύστημα στοχοποίησης επί κάσκας (HMD) τύπου JHMCS και πυραύλους IRIS – T .

Οι δυνατότητες διαφοροποιήθηκαν λοιπόν καθώς το εκπληκτικό ραντάρ RDY-2 με το προηγμένο λογισμικό και τη συμβολογία που αναπτύχθηκαν για το Rafale, έβαλαν αρκετά μπροστά το -9/Μk.2 στις BVR εμπλοκές. Στο κομμάτι αέρος – εδάφους όμως η Πολεμική Αεροπορία δεν εκμεταλλεύτηκε το Mirage 2000-5EG, σε αντίθεση με την Αεροπορία των ΗΑΕ.

Η Πολεμική Αεροπορία λοιπόν συνέχισε να βασίζεται στο F-16 Block 52+ και Block 52+ Advanced για την προσβολή επίγειων στόχων σε ακόμα μεγαλύτερες αποστάσεις μέσω των σύμμορφων δεξαμενών καυσίμου (CFT) αλλά και των τεράστιων μη απορριπτόμενων εξωτερικών δεξαμενών χωρητικότητας 600 γαλονικών (US Gal). Στα νέα συστήματα αποστολής το Link 16 έκανε τη μεγάλη διαφορά, ενώ στη γκάμα των όπλων του F-16 προστέθηκαν οι συλλογές JDAM και το ανεμοπορών AGM-154 JSOW.

H Πολεμική Αεροπορία βλέποντας στο μέλλον, είχε ενδιαφερθεί από το δεύτερο μισό της δεκατίας του 2000 (2007!) για τις ισραηλινές συλλογές καθοδήγησης SPICE 1000 και 2000 που μετατρέπουν απλά «σίδερα» (Mk.82, Mk.83, Mk.84) σε stand off οπλα ακριβείας. Δυστυχώς δεν προχώρησε τότε το εν λόγω πρόγραμμα και δεν έχει περάσει στη φάση της υλοποίησης μέχρι σήμερα.

Η ανάπτυξη και η εισαγωγή λοιπόν σε υπηρεσία και σε μεγάλους αριθμούς των νέων stand-off όπλων αέρος – εδάφους με καθαρά τακτικό χαρακτήρα πλέον, έδωσε σε πολλές αεροπορικές δυνάμεις νέα προοπτική στο F-16 μεταξύ άλλων μαχητικών. Κυρίως για αυτό, η παραγωγή του συνεχίζεται με τη μορφή του F-16V Block 70/72. Όπως και οι πωλήσεις του βέβαια.

Η ίδια η Αμερικανική Αεροπορία που ήταν ανέκαθεν ο μεγαλύτερος χρήστης του, ενώ πρίν από μία δεκαετία σχεδίαζε την οριστική απόσυρσή του μέχρι το τέλος του 2025, αναγκάστηκε φυσικά να αναθεωρήσει. Μετά από τις καθυστερήσεις στο πρόγραμμα F-35, οδηγήθηκε αφενός στην ταχύτερη ανάπτυξη μαχητικού 6ης γενιάς και αφετέρου στον εκσυγχρονισμό του F-16 (https://defencereview.gr/i-amerikaniki-aeroporia-anavathmizei-608/), που παραμένει μετά από δεκαετίες το πολυπληθέστερο μαχητικό της.

Το F-16 θα παραμείνει σε υπηρεσία στις τ΄άξεις του μεγαλύτερου χρηστη του για άλλα 25 τουλάχιστον χρόνια. Δηλαδή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2040! Επάνω σε αυτά τα δεδομένα, εδράζονται και τα επιχειρήματα που επιβάλλουν και από την ελληνική πλευρά την παρ΄άταση του επιχειρησιακού βίου ακόμα και των παλιών εκδόσεων του F-16 που διαθέτει η Πολεμική Αεροπορία.

Για να αντιληφθεί κανείς πλήρως τι σημαίνουν όλα αυτά, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι όταν η Ελλάδα αποφάσισε το 1997 να εκσυγχρονίζει τα F-4E Phantom που είχε αγοράσει στο πρώτο ήμιση της δεκαετίας του ’70, ο τύπος είχε αποσυρθεί από την USAF (το μεγαλύτερο χρήστη παγκοσμίως) από το 1990 – 1991. Το Αμερικανικό Ναυτικό είχε προηγηθεί στη δεκαετία του ’80.

Το κόστος υποστήριξης σύντομα εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη, παρά το γεγονός το F-4 παρέμεινε σε υπηρεσία σε πολλές άλλες χώρες, ενώ το ίδιο έγινε και με το Α-7… Όσο οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις υποστηρίζουν ένα τύπο μαχητικού, «τρέχουν» οι ίδιες το σ΄ύστημα υποστήριξης του, καθώς και το μηχανισμό με τις υποδομές αποθήκευσης και διανομής ανταλλακτικών. Όταν τον αποσύρουν, όλη αυτή η υποδομή περνά στα χέρια ιδιωτικών εταιρειών. Με ότι αυτό συνεπάγεται…