Η πρόσφατη ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Το δημογραφικό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1980, αλλά επιδεινώθηκε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Η μείωση του πληθυσμού δημιουργεί νέα αρνητικά δεδομένα για την εθνική άμυνα που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας.

Γράφει ο ΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ* για την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

*Ο κ. ΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Tμήμα Αμυντικών Σπουδών του King’s College London και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Κατ’ αρχάς, σε λίγα χρόνια θα είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί η υφιστάμενη οροφή των Ενόπλων Δυνάμεων. Αφού κάθε κλάση στρατευσίμων είναι μικρότερη από τη προηγούμενη, είναι επιτακτική ανάγκη να ληφθούν αποφάσεις που θα διασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία τους. Βραχυπρόθεσμα, χρειάζεται ένας συνδυασμός μέτρων που θα περιλαμβάνει πρόσληψη επαγγελματιών οπλιτών, αύξηση της στρατιωτικής θητείας και στράτευση στα δεκαοκτώ. Μόνο έτσι θα ενισχυθεί σημαντικά η επάνδρωση των μονάδων στην παραμεθόριο. Ταυτόχρονα, η αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει κατάργηση και συγχώνευση μονάδων που δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον αμυντικό σχεδιασμό της χώρας.

Σε κάθε περίπτωση, η ένταση του δημογραφικού προβλήματος δίνει το έναυσμα για μια νέα δημόσια συζήτηση περί εθνικής άμυνας. Μπορεί η Ελλάδα να συνεχίζει να διατηρεί έναν σχετικά μεγάλο στρατό που περιλαμβάνει και κληρωτούς; Πώς οι Ενοπλες Δυνάμεις μιας δημογραφικά φθίνουσας κοινωνίας μπορούν να αυξήσουν τη μαχητική τους ικανότητα;

Οι απαντήσεις ίσως βρίσκονται στις πρακτικές που έχουν υιοθετήσει ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες για να καλύψουν τις αμυντικές τους ανάγκες. Το μοντέλο του «πολέμου διά υποκαταστάτων» (surrogate warfare) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη χρήση μη επανδρωμένων συστημάτων και τεχνητής νοημοσύνης για να εξοικονομηθούν πολύτιμοι ανθρώπινοι πόροι. Η τεχνολογία καθορίζει ολοένα και περισσότερο την έκβαση των πολέμων και η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει τεχνολογικό προβάδισμα έναντι όλων των δυνητικών αντιπάλων της στην περιοχή.

Επίσης, το συγκεκριμένο μοντέλο περιλαμβάνει τη στρατολόγηση αλλοδαπών μισθοφόρων. Μερικές από τις καλύτερες στρατιωτικές μονάδες στην Ευρώπη απαρτίζονται σχεδόν αποκλειστικά από ξένους (π.χ. γαλλική λεγεώνα, σύνταγμα των Γκούργκας, ισπανική λεγεώνα). Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει και στην Ελλάδα, αν συμφωνήσουμε ότι ο θεσμός του πολίτη-οπλίτη δεν έχει πια μεγάλη απήχηση στην κοινωνία. Η πλειονότητα των Ελλήνων αντιμετωπίζει τη στρατιωτική θητεία ως έναν αναχρονιστικό θεσμό. Αυτό εξηγεί τη διστακτικότητα σχεδόν όλων των πολιτικών δυνάμεων να ζητήσουν αύξηση της θητείας ή στράτευση γυναικών.

Είναι φανερό ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει Ισραήλ. Ζούμε στην εποχή της μετα-ηρωικότητας (post-heroism), που ναι μεν τιμούμε όσους έπεσαν στον βωμό του καθήκοντος, αλλά δεν επιθυμούμε-οι περισσότεροι-να συνεισφέρουμε ενεργά στην άμυνα της χώρας. Ο αυξανόμενος αριθμός ανυπότακτων αποδεικνύει του λόγου το ασφαλές. Η μεγάλη ευαισθησία της κοινωνίας στο θέμα της σύλληψης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο δεν οφείλεται μόνο σε ένα αίσθημα εθνικής αξιοπρέπειας. Η ολιγομελής ελληνική οικογένεια είναι ιδιαίτερα προστατευτική με τα νεότερα μέλη της. Η έννοια του ήρωα πολέμου έχει χάσει σήμερα τη σημασία της.

Από την αρχαιότητα μέχρι το Βυζάντιο, οι ξένοι μισθοφόροι συμπλήρωναν και υποστήριζαν τον τακτικό στρατό. Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις χρειάζονται καλά εκπαιδευμένους στρατιώτες που θα ξέρουν να μάχονται αποτελεσματικά εναντίον του επίδοξου αντιπάλου. Η ίδρυση μιας στρατιωτικής δύναμης ξένων μισθοφόρων σε επίπεδο ταξιαρχίας θα βελτίωνε τη μαχητικότητα του ελληνικού στρατού και θα επέτρεπε τη συμμετοχή σε ειρηνευτικές αποστολές υψηλής επικινδυνότητας. Hδη υπηρετούν στον στρατό μας αρκετοί μετανάστες δεύτερης γενιάς που απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια.

Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις για τη διατήρηση του αξιόμαχου των Ενόπλων Δυνάμεων. Το μέγεθος του δημογραφικού προβλήματος επιτάσσει την υιοθέτηση μιας νέας αντίληψης για την εθνική άμυνα. Η Ελλάς προώρισται να ζήσει και θα ζήσει.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ