Οι δηλώσεις του Άγγελου Συρίγου, υφυπουργού παιδείας της κυβέρνησης και καθηγητή διεθνών σχέσεων, όπως ήταν λογικό και αναμενόμενο προκάλεσαν αντιδράσεις στα ζητήματα εξοπλιστικής πολιτικής. Λογικό άλλωστε αφού ένας καταξιωμένος καθηγητής διεθνών σχέσεων, με την ιδιότητα του κυβερνητικού αξιωματούχου, τοποθετήθηκε με τέτοιο αιχμηρό τρόπο. Η σαφήνεια της διατύπωσης των δηλώσεων του είναι χαρακτηριστική. Η συνέντευξη του Άγγελου Συρίγου επανέφερε αρκετές σκέψεις και προβληματισμούς που έχουμε διατυπώσει κατά το παρελθόν, αλλά παράλληλα αποτέλεσε αφορμή για επιπρόσθετο σχολιασμό με βάση τους παρακάτω άξονες.

Η εξοπλιστική πολιτική των δύο, ή περισσότερων, πηγών προμήθειας οπλικών συστημάτων

Πολλές φορές μέσα από τη παρούσα ιστοσελίδα, στα πέντε χρόνια λειτουργίας μας, επιχειρηματολογήσαμε υπέρ της πολιτικής των δύο ή περισσότερων πηγών προμηθειών οπλικών συστημάτων. Είναι μια διαχρονική και διακομματική πολιτική που έχει τις βάσεις υλοποίησής της στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μολονότι υπήρξαν πολλές περιπτώσεις κατακερματισμού προμηθειών που θα μπορούσαν να είναι συνολικότερα σχεδιασμένες και να αποτραπεί έτσι η αύξηση του αρχικού κόστους κτήσης καθώς και η πολυτυπία (κόστος υποστήριξης), εντούτοις οι ελληνικές κυβερνήσεις επέλεγαν για πολλούς λόγους δύο πηγές προμηθειών (κατά κύριο λόγο από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία) αμυντικού υλικού.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα προχώρησε σε ακόμη πιο τολμηρά εξοπλιστικά βήματα αποκτώντας ρωσικά οπλικά συστήματα που συνέβαλαν καταλυτικά στο αξιόμαχο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις τα κορυφαία ρωσικά αερόστρωμνα γνωστά και ως Πλοία Ταχείας Μεταφοράς (ΠΤΜ) τύπου ZUBR που έδωσαν πρωτοφανείς δυνατότητες ισοδύναμου τετελεσμένου (δόγματος που μετά τη κρίση των Ιμίων άρχισε να κερδίζει έδαφος στον ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό). Για πρώτη φορά οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις διέθεταν πλοία με στρατηγική ικανότητα μεταφοράς υλικού και προσωπικού με μεγάλες αποστάσεις με υψηλές ταχύτητες. Δυστυχώς απαξιώθηκαν μερικώς.

Άλλες περιπτώσεις, η απόκτηση των εξαιρετικών ρωσικών αντιαρματικών όπλων (Kornet- E) που αναβάθμισαν καταλυτικά την ελληνική αντιαρματική άμυνα και τα ρωσικά συστήματα βραχέως βεληνεκούς (TOR M1) που προσέδωσαν καίριες δυνατότητες τοπικής αεράμυνας στους τεθωρακισμένους και μηχανοκίνητους σχηματισμούς του Στρατού Ξηράς.

Στη Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) αγοράστηκαν τα υπερσύγχρονα ιπτάμενα ραντάρ ΑΣΕΠΕ καθώς και τα Mirage 2000-5 Mk2 που σε συνδυασμό με τα όπλα τους και συγκεκριμένα τα βλήματα SCALP EG, έδωσαν νευραλγικές υποστρατηγικές ικανότητες κρούσης σε βάθος και με ακρίβεια. Από την άλλη μεριά τα ΑΣΕΠΕ προσέφεραν στη ΠΑ μια πλατφόρμα με ικανότητες έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου που έως τότε δεν υπήρχαν και οι οποίες βελτίωσαν θεαματικά το αξιόμαχο της ΠΑ και των Ενόπλων Δυνάμεων γενικότερα.

Παρότι οι παραπάνω προμήθειες εμπεριείχαν στοιχεία διαφθοράς όπως απέδειξε η ελληνική δικαιοσύνη, εντούτοις τα οπλικά συστήματα που αποκτήθηκαν ήταν κορυφαία και ταυτοχρόνως κατάλληλα για τις ελληνικές αμυντικές ανάγκες. Στα οπλικά συστήματα αυτά σε συνδυασμό με προηγούμενες προμήθειες τη δεκαετία του 1980 και των αρχών του 1990, στηρίζεται σήμερα η ελληνική αποτροπή και το αξιόμαχο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Άλλωστε από το 2005 και έπειτα λίγα έγιναν σε εξοπλιστικό επίπεδο.

Στις δεκαετίες που προαναφέρθηκαν η χώρα μας πραγματοποίησε αγορές αμυντικού υλικού για πρώτη φορά εκτός των ΗΠΑ με προφανή οφέλη. Η παραπάνω εξοπλιστική πολιτική συνεπάγεται πως οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (κατόπιν κεντρικής πολιτικής καθοδήγησης και από τα δύο κυρίαρχα κόμματα εξουσίας) επιλέγουν τον δρόμο των δύο ή ακόμη και τριών, πηγών προμηθειών για λόγους ποιοτικής διαφοροποίησης και εξασφάλισης πολιτικών ανταλλαγμάτων (πολιτική στήριξη σε αρκετά θέματα εξωτερικής πολιτικής με κυρίαρχα τα ελληνοτουρκικά).

Αυτή λοιπόν η εξοπλιστική πολιτική των δύο ή περισσότερων πηγών εφοδιασμού οπλικών συστημάτων που επανέρχεται και σήμερα είτε από γεωπολιτική συγκυρία (συμμαχία που ακούει στο όνομα AUKUS) είτε από κεντρικό σχεδιασμό της σημερινής κυβέρνησης, αναδεικνύεται εντονότερη στο προσκήνιο των αμυντικών και εξοπλιστικών εξελίξεων. Το τι ισχύει το αφήνουμε στη κρίση σας.

Η ουσία είναι πως η στροφή των εξοπλιστικών προμηθειών στην ευρωπαϊκή Ήπειρο είναι επιβεβλημένη και οφείλει να συνεχιστεί και να μην περιοριστεί μόνον στα προγράμματα των Rafale και των FDI. Αυτή είναι η θέση μας και η άποψη μας την οποία έχουμε διατυπώσει πολλές φορές και θα συνεχίσουμε να την υποστηρίζουμε με τεκμηρίωση και επιχειρήματα. Το επιτάσσουν πρωτίστως λόγοι εθνικής ασφάλειας.

Το ίδιο ισχύει και με το ρωσικό υλικό που αξιοποιείται από τον Στρατό Ξηράς και επ’ ουδενί δεν πρέπει να απαξιωθεί περαιτέρω. Για να αποφύγουμε τους κακεντρεχείς, δεν προτείνουμε η χώρα να προμηθευτεί ρωσικά μαχητικά ή κινέζικα οπλικά συστήματα. Αντιλαμβανόμαστε πως η χώρα ανήκει στο δυτικό στρατόπεδο, αλλά η δυτική αρχιτεκτονική δεν περιλαμβάνει μόνον τις ΗΠΑ. Κατανοούμε επίσης πως πολλά ρωσικά συστήματα έχουν ορισμένες αδυναμίες. Ενδεικτικά πάσχουν στην υποστήριξη όμως σε αυτό υπάρχουν μεγάλες ελληνικές ευθύνες ή υπάρχουν περιορισμοί στη διασύνδεση λόγω νατοϊκών προδιαγραφών. Κάτι που δεν σημαίνει πως τα υφιστάμενα ρωσικά οπλικά συστήματα πρέπει να απαξιωθούν εντελώς και να τα αποσύρουμε.

Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται και η στρατηγική σύμπλευση με τη Γαλλία και οι προμήθειες από την ευρωπαϊκή Ήπειρο. Δεδομένης της γεωπολιτικής στροφής των ΗΠΑ στον Ειρηνικό, λόγω της ποιοτικής και ποσοτικής ισχυροποίησης της κινεζικής απειλής, η χώρα οφείλει να αναζητήσει συμμαχίες κοινών συμφερόντων και κοινής απειλής στη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Συμμαχίες που δεν θα είναι ετεροβαρείς και παράλληλα η χώρα μας θα αντιμετωπίζεται ως ισότιμος εταίρος και συνομιλητής. Στη κατεύθυνση αυτή η στρατηγική προσέγγιση με τη Γαλλία και το Ισραήλ είναι προοπτική που ο ελληνισμός και τα κράτη του (Ελλάδα και Κύπρος) οφείλουν να καλλιεργήσουν, συγκροτώντας ισχυρούς διπλωματικούς και αμυντικούς δεσμούς.

Ανάγκη για επιθετικά όπλα

Προκειμένου να καθίσταται η ελληνική αποτροπή ισχυρή και αξιόπιστη οφείλει να διαθέτει οπλικά συστήματα και κυρίως όπλα τα οποία θα είναι σε θέση να πλήττουν τα κέντρα υποδομών, παραγωγής και στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας. Επί της ουσίας μιλάμε για επιθετικά όπλα και όχι μόνον αμυντικά.

Η περαιτέρω επένδυση στο Πυροβολικό Μάχης και σε ολοκληρωμένα συστήματα στοχοποίησης και συλλογής πληροφοριών εντάσσεται σε αυτή τη κατεύθυνση. Στον ίδιο άξονα κινείται και η απόκτηση οπλικών συστημάτων για τη ΠΑ όπως τα βλήματα SCALP, RAMPAGE, συλλογές SPICE και μελλοντικά τα βλήματα JASSM που επιβάλλεται να ζητηθούν επισήμως και γραπτώς από τις ΗΠΑ καθώς και οι γαλλικές βόμβες AASM. Το ίδιο ισχύει και για το ΠΝ που είναι απαραίτητο να αποκτήσει επιθετικά όπλα όπως οι SCALP NAVAL (έστω και σε δεύτερο χρόνο) τόσο για τα πλοία επιφανείας όσο και για υποβρύχια που θα ναυπηγήσει σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα ως αντικαταστάτες των σημερινών τύπου «209».

Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις για να το θέσουμε πιο απλά, δεν θα πρέπει να «παίζουν» μόνον άμυνα. Και εφόσον λόγω εγγενών και αντικειμενικών περιορισμών του εθνικού αμυντικού σχεδιασμού (επάνδρωση, θητεία, ποσότητα υλικού, σύνθεση και δομή δυνάμεων) είναι δύσκολο (όμως όχι ακατόρθωτο ή απίθανο) να μεταφέρουμε τον πόλεμο στο έδαφος του αντιπάλου με χερσαίες επιχειρήσεις, θα πρέπει να εξαπολύουμε πλήγματα με ακρίβεια από απόσταση. Αυτό συνιστά πραγματική αποτροπή. Να γνωρίζει ο αντίπαλος πως το κόστος θα είναι βαρύτερο από το οποιοδήποτε όφελος.

Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως το ΠΝ θα πρέπει να δώσει βαρύτητα σε όπλα όπως οι SCALP NAVAL αποδυναμώνοντάς τα πλοία απέναντι σε άλλες παραδοσιακές ναυτικές απειλές. Χρειάζεται ισορροπία και το μείγμα οπλικών συστημάτων θα πρέπει να είναι εμπλουτισμένο και με επιθετικά όπλα. Γιατί αυτά τα όπλα παράγουν αποτροπή και διαμορφώνουν εξωτερική πολιτική.

Δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω ούτε θα το αναλύσουμε παραπάνω δεδομένου πως η κεντρική φιλοσοφία την οποία θεωρούμε πως πρέπει να εμπεριέχει η ελληνική αποτροπή, είναι της απόκτησης και αξιοποίησης όπλων με επιθετικές δυνατότητες. Αδήριτη ανάγκη φυσικά είναι και η ανάπτυξη εθνικών λύσεων και προϊόντων μέσω της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στο μέτρο του ρεαλιστικού και εφικτού.

Oι πλατφόρμες σε συνδυασμό μόνον με τα κατάλληλα όπλα παράγουν και διαμορφώνουν ισχυρή αποτροπή

Οι πλατφόρμες είτε χερσαίες, είτε ναυτικές, είτε αεροπορικές με τα επιμέρους συστήματα (ηλεκτρονικά, αισθητήρες) που διαθέτουν, δεν παράγουν μαχητική αξία εάν δεν συνοδεύονται από τις κατάλληλες επιλογές όπλων. Τα όπλα που φέρουν και βάλουν είναι αυτά που μεγιστοποιούν την αξία τους ως ένα ολοκληρωμένο οπλικό σύστημα.

Ως εκ τούτων, επιβάλλεται να αποφευχθούν εγκλητικά λάθη του παρελθόντος όπως για παράδειγμα ο ελλιπής οπλισμός αέρος – εδάφους των F-16. Συνεπώς, προβάλει ως επιτακτική ανάγκη το πρόγραμμα των F-16 Viper να συνοδευτεί με νέα όπλα κάτι που ήδη γίνεται με τα πρώτα βήματα (RAMPAGE, συλλογές SPICE). Το ίδιο ισχύει και σε μια μελλοντική προμήθεια F-35. Τα αεροσκάφη πρέπει να αποκτηθούν με τα ενδεδειγμένα όπλα κρούσης ώστε να μεγιστοποιείται η αξία τους. Όπλα όπως οι JSM, οι Harpoon και οι JASSM οφείλουν να αποκτηθούν από τη ΠΑ.

Αντίστοιχα στον τομέα του Στρατού Ξηράς και ιδίως του Πυροβολικού Μάχης θα πρέπει να κινηθούμε έξυπνα και βλέποντας όλες τις διαθέσιμες επιλογές τόσο για τον εκσυγχρονισμό των MLRS όσο και για άλλα οπλικά συστήματα (όπως από τη Σερβία, το Ισραήλ ή ακόμη και τη Βραζιλία).

Ένα άλλο πρόσφατο ατυχές παράδειγμα ήταν η προμήθεια των MH-60R μιας εξαιρετικής εναέριας πλατφόρμα αλλά δίχως τον NSM, ενός πυραύλου που θα προσέδιδε μοναδικές δυνατότητες στον αντιπλοϊκό αγώνα κατά του τουρκικού ναυτικού.

Το ζήτημα της αποδέσμευσης των αμερικανικών όπλων

Όπως είναι λογικό σε συνέχεια της αρχικής μας αναφοράς, οι δηλώσεις του Άγγελου Συρίγου άφησαν αιχμές και υπόνοιες κατά των Αμερικανών.

Δεδομένων των πολλαπλών αναγκών που υφίστανται σε όπλα και κυρίως λόγω της ανάληψης πολλών προγραμμάτων από τις ΗΠΑ και της δυνητικής ανάληψης ακόμη περισσότερων, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να καταρτίσει λίστα από τα επιθυμητά όπλα όπως αυτά που προαναφέρθηκαν και ακολούθως να αποσταλεί δια της επισήμου οδού η LoR (Letter Of Request) με αντικείμενο τη λήψη της P&A (Price & Avialiability, τιμές και διαθεσιμότητα) ώστε να υπάρχει μια ολοκληρωμένη και επίσημη εικόνα. Αυτή είναι η άποψη μας και τη καταθέτουμε.

Μόνον μια γραπτή και επίσημη αποστολή LoR για P&A θα αποτελέσει ασφαλές κριτήριο για τη λήψη της τελικής απόφασης. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο για άγνωστο λόγο δεν γίνεται μέχρι σήμερα και αυτό είναι καθαρά ευθύνης της ελληνικής κυβέρνησης.

Μια τέτοια ενέργεια θα διασφάλιζε τόσο το κύρος της ελληνικής κυβέρνησης επί των εξοπλιστικών προγραμμάτων και φυσικά θα έδινε τη δυνατότητα στην αμερικανική κυβέρνηση να τοποθετηθεί αναλυτικά και με σαφήνεια, δίχως να δημιουργούνται αμφισβητήσεις και αιωρούμενα θέματα περί της αποδέσμευσης όπλων ή όχι.