Το πρωτοφανές περιστατικό της σύλληψης των δύο στελεχών των Ενόπλων μας Δυνάμεων στον Έβρο, καταδεικνύει για μια ακόμα φορά την ανεπανάληπτη αναβάθμιση της τουρκικής προκλητικότητας που παρατηρείται το τελευταίο χρονικό διάστημα.

Τα αντανακλαστικά χαρακτηριστικά του κρατικού μας μηχανισμού, διπλωματικά, πολιτικά και στρατιωτικά δοκιμάζονται καθημερινά. Με δεδομένο ότι η αναθεωρητική στρατηγική που εφαρμόζει η Άγκυρα μετά το 1974 μέχρι σήμερα δεν πρόκειται να αλλάξει, το ερώτημα που προκύπτει επιτακτικά είναι «Που το πάει η Τουρκία;».

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί αν εξετάσουμε τους τρόπους επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών που έθεσε πριν δυο μήνες περίπου ο Υπουργός εξωτερικών της γείτονος Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Σε ομιλία του στο τουρκικό κοινοβούλιο, ανέφερε ότι έχουμε τρεις επιλογές για να επιλύσουμε τις διαφορές μας: Πρώτον μέσω διπλωματίας, δεύτερον μέσω προσφυγής σε διεθνές δικαστήριο και τρίτον με τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος.

Το τρίτο σενάριο είναι το απευκταίο και για τη χώρα μας προϋποθέτει μια σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών, μια επιλογή που στην παρούσα συγκυρία, με δεδομένη την οικονομική κατάσταση, δεν μπορεί να συγκεντρώσει πολλές πιθανότητες. H επιλογή επίλυσης των διαφορών μέσω της στρατιωτικής ισχύος ίσως δεν είναι επιθυμητός τρόπος και για την Τουρκία, καθόσον δεν είναι σίγουρη για το αποτέλεσμα που θα είχε.

Το δεύτερο σενάριο, δηλαδή της προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό δικαστήριο, δεν κατοχυρώνει απόλυτα τα ζωτικά συμφέροντα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Δεν θα είχε επίσης ουσιαστικό αποτέλεσμα, αν η προσφυγή δεν περιελάμβανε και πολιτική συμφωνία για το σύνολο των διαφορών. Γιατί αν επί παραδείγματι, γινόταν μια προσφυγή στη Χάγη μόνο για ένα ζήτημα όπως αυτό της υφαλοκρηπίδας, και δεν επέλυε σοβαρά ζητήματα αμφισβήτησης όπως οι γκρίζες ζώνες, θα διατηρούσε την υφιστάμενη κατάσταση έντασης. Στο παρελθόν και συγκεκριμένα το 1976 λόγω κρίσης που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά η Τουρκία δεν προσήλθε και το Δικαστήριο κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο.

Τέλος η πρώτη επιλογή δηλαδή αυτή της διπλωματίας ή των διαπραγματεύσεων είναι η λύση που επιθυμούν και οι δύο πλευρές αλλά το επιθυμούν με διαφορετικούς τρόπους. Η Τουρκία θέλει να οδηγηθούμε σε διαπραγματεύσεις υπό την απειλή χρήσης βίας και κάτω από μια ανισορροπία στο ισοζύγιο ισχύος για την επίτευξη των μέγιστων δυνατών αποτελεσμάτων, καθόσον οι διαπραγματεύσεις δεν κάνουν κάτι άλλο από το να κωδικοποιούν το συσχετισμό δυνάμεων.

Την παρούσα χρονική περίοδο λόγω της δημοσιονομικής κρίσης, το ισοζύγιο ισχύος έχει αρχίσει να διαμορφώνεται υπέρ της Τουρκίας και αν δεν αλλάξουν τα δεδομένα όσο θα περνά ο καιρός τόσο θα αυξάνεται. Πριν ένα χρόνο περίπου, ανακοινώθηκαν τα πρώτα αποτελέσματα μετά από έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για ύπαρξη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Όπως γίνεται αντιληπτό η πιθανή ανεύρεση παρόμοιων ενεργειακών αποθεμάτων και στην ελληνική υφαλοκρηπίδα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αλλαγή στο ισοζύγιο ισχύος υπέρ ημών και η Τουρκία θα επιχειρήσει να το ανατρέψει.

Η ανησυχία είναι ότι η προσπάθεια αυτή θα γίνει μέσω της δημιουργίας ενός θερμού επεισοδίου, προκειμένου κατόπιν παρέμβασης του «διεθνούς παράγοντα» να οδηγηθούμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους όρους που προαναφέρθηκαν και επιθυμεί η Άγκυρα.

Συντάκτης: Λάμπρος Τζούμης, Αντιστράτηγος (εα)

Πηγή: HELLAS JOURNAL