Το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) ανακοίνωσε ότι την Πέμπτη 10 Μαρτίου, έγινε, σε επιτελείς του ΓΕΣ, ενημέρωση/παρουσίαση της αμερικανικής Raytheon για τα αντιαεροπορικό σύστημα μικρού-μέσου βεληνεκούς NASAMS (National Advanced Surface to Air Missile System) και τις δυνατότητες/επιλογές εξέλιξης/αναβάθμισης των HAWK του Ελληνικού Στρατού (ΕΣ). Για την ανάγκη αντικατάστασης των HAWK έχουμε γράψει σχετικό άρθρο, στο οποίο είχαμε εκφράσει την άποψη ότι τα HAWK συνεχίζουν να προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στον ΕΣ, όμως βρίσκονται στο τέλος της επιχειρησιακής τους ζωής και σύντομα πρέπει να δρομολογηθεί η αντικατάσταση τους από νέο σύστημα, αυτοκινούμενο και ικανό να ανταποκριθεί στις σύγχρονες επιχειρησιακές απαιτήσεις («Αντιαεροπορικά συστήματα HAWK: Η ανάγκη αντικατάστασης τους και οι δυνητικές επιλογές», 4 Νοεμβρίου 2019, δείτε ΕΔΩ).

Μια από τις δυνητικές επιλογές που είχαμε παρουσιάσει (συνοπτικά) στο άρθρο ήταν και το NASAMS, το οποίο είναι αποτέλεσμα συνεργασίας της Raytheon και της νορβηγικής Kongsberg. Το NASAMS I/II έχει αποδειχθεί εμπορική επιτυχία για τις δύο (2) εταιρίες με πωλήσεις σε 12 χώρες του κόσμου (Αυστραλία, Χιλή, Φινλανδία, Ινδονησία, Λιθουανία, Ολλανδία, Νορβηγία, Ισπανία, ΗΠΑ, Ομάν, Ουγγαρία και Κατάρ). Το 2006 ξεκίνησε η διάθεση/παραγωγή της έκδοσης NASAMS II, ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται και το πρόγραμμα αναβάθμισης των νορβηγικών NASAMS II στο επίπεδο NASAMS III. Το σύστημα χρησιμοποιεί βλήματα AIM-120 AMRAAM (Advanced Medium Range Air-to-Air Missile), για το μέσο βεληνεκές, και AIM-9X Block.2 Sidewinder, για το μικρό βεληνεκές. Επίσης, χρησιμοποιεί ραντάρ AN/MPQ-64 Sentinel και το σύστημα διαχείρισης μάχης FDC (Fire Distribution Center). Η εμβέλεια του συστήματος είναι συνάρτηση της έκδοσης του AIM-120 και είναι μεταξύ 15-25 χιλιομέτρων (AIM-120B/C5/C7).

Το NASAMS αναπτύχθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κατόπιν σχετικής απαίτησης της Νορβηγικής Πολεμικής Αεροπορίας. Απέκτησε αρχική επιχειρησιακή ικανότητα το 1995 και πλήρη επιχειρησιακή ικανότητα το 1998. Αμέσως ξεκίνησε το πρόγραμμα ανάπτυξης της έκδοσης NASAMS II, είτε ως νέο σύστημα, είτε ως πακέτο αναβάθμισης μέσης ζωής των NASAMS. Το πρώτο NASAMS II παραδόθηκε στη Νορβηγία στα μέσα του 2006. Η διαφορά των δύο (2) συστημάτων είναι η ενσωμάτωση συστημάτων ζεύξης δεδομένων Link-16/Link-11 και του βελτιωμένου ραντάρ AN/MPQ-64F1 Improved Sentinel (με βελτιωμένα ηλεκτρονικά συστήματα και καλύτερες επιδόσεις εντοπισμού στόχου σε μεγαλύτερες αποστάσεις). Η τυπική σύνθεση μιας πυροβολαρχία NASAMS ΙΙ είναι 12 εξαπλοί εκτοξευτές AIM-120 AMRAAM (επί οχήματος ή όχι) με μέγιστη διασπορά 20 χιλιόμετρα, οκτώ (8) AN/MPQ-64F1 Improved Sentinel, ένα (1) κέντρο ελέγχου πυρός, μια (1) ηλεκτροπτική κάμερα MSP-500 (επί οχήματος) και ένα (1) αυτοκινούμενο κέντρο TCC (Tactical Control Cell).

Τον Φεβρουάριο του 2015 η Raytheon ανακοίνωσε το πρόγραμμα ανάπτυξης του AMRAAM-ER (AMRAAM Extended Range) για τα NASAMS (ο AMRAAM-ER είναι βλήμα ESSM με το σύστημα καθοδήγησης του AMRAAM). Η πρώτη δοκιμή έγινε τον Αύγουστο του 2016 και η παραγωγή του ξεκίνησε το2019. Σύμφωνα με την Raytheon ο AMRAAM-ER αυξάνει το μέγιστο βεληνεκές του NASAMS κατά 50%, δηλαδή στα 35+ χιλιόμετρα, και το ύψος εμπλοκής κατά 70%. Τον Ιούνιο του 2019 η Raytheon ανακοίνωσε ότι εκτέλεσε με επιτυχία την πρώτη δοκιμαστική βολή βλήματος AIM-9X Block.2 Sidewinder από NASAMS. Η προσθήκη του AIM-9X μετέτρεψε το NASAMS σ’ ένα αντιαεροπορικό σύστημα μικρού-μέσου βεληνεκούς. Σύμφωνα με την Raytheon το NASAMS έχει επιτύχει 91% επιτυχία σε δοκιμαστικές και επιχειρησιακές βολές.