Για να δικαιολογήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο Κοτζιάς είχε χρησιμοποιήσει κατά κόρον το επιχείρημα ότι επιβάλλεται να κλείσουν τα εθνικά μέτωπα στα Βαλκάνια, ώστε η Ελλάδα απερίσπαστη να αφιερωθεί στην ανάσχεση του τουρκικού επεκτατισμού. Με το επιχείρημα αυτό και με σημαία την «ενεργητική διπλωματία» επιδόθηκε-με τις ευλογίες της Δύσης-σε μία παράλληλη διπλωματική κούρσα και προς τα Σκόπια και προς τα Τίρανα. Το προϊόν εκείνης της κούρσας καλείται να χειριστεί σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS

Το επιχείρημα του πρώην υπουργού Εξωτερικών δεν είναι λάθος, δεδομένου ότι τα προβλήματα στις σχέσεις Αθήνας-Σκοπίων και Αθήνας-Τιράνων δεν απειλούν την εθνική ασφάλεια, σε αντίθεση με τον γεωστρατηγικό χαρακτήρα της ελληνοτουρκικής διένεξης. Αυτό, όμως, που δεν είπε ο Κοτζιάς και αποτελεί το κύριο κριτήριο δεν είναι εάν πρέπει ή όχι να κλείσουν τα βαλκανικά μέτωπα, αλλά το πως θα κλείσουν. Η φράση «με έντιμους συμβιβασμούς» δεν λέει πολλά πράγματα, επειδή ο καθένας δίνει στη φράση διαφορετικό περιεχόμενο. Το απέδειξε με επώδυνο τρόπο η Συμφωνία των Πρεσπών. Για μία μειονότητα στην Ελλάδα ήταν έντιμος συμβιβασμός. Για τη μεγάλη πλειονότητα, όμως, ήταν εθνική μειοδοσία.

Προφανώς, η Ελλάδα έχει συμφέρον να μην έχει κανένα άλλο μέτωπο ανοικτό, ώστε απερίσπαστη να αντιμετωπίσει τον τουρκικό επεκτατισμό. Μία κακή λύση, όμως, στο Μακεδονικό, όπως κατά την εκτίμησή μου είναι η Συμφωνία των Πρεσπών, λειτουργεί αντιστρόφως. Ενισχύει την εντύπωση της Άγκυρας ότι αφού η Αθήνα κάνει υποχωρήσεις σε απαιτήσεις των αδύναμων Σκοπίων, αν πιεσθεί ασφυκτικά θα υποχωρήσει πολύ περισσότερο έναντι των απαιτήσεων της πολύ ισχυρότερης Τουρκίας.

Αυτό είναι το βασικό μήνυμα που για προφανείς λόγους παρέκαμψε ο Κοτζιάς. Οφείλουμε, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε πως εάν οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας εξελιχθούν εποικοδομητικά, θα συρρικνωθούν τα περιθώρια της Τουρκίας να πουλάει προστασία στο γειτονικό κράτος και να το χρησιμοποιεί σαν μοχλό διπλωματικής πίεσης, όπως γινόταν παλαιότερα. Κι αυτό θα είναι αναμφιβόλως θετικό.

Με σημαία την «ενεργητική διπλωματία»

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, δεν είμαι αντίθετος με τη Συμφωνία των Πρεσπών, επειδή αποτελεί γενικά συμβιβασμό, αλλά επειδή αποτελεί έναν ετεροβαρή συμβιβασμό, ο οποίος-κι αυτό είναι το σημαντικότερο-δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα που ισχύει στην περιοχή. Μόνο μία συμφωνία που θα αποτύπωνε την πραγματικότητα που ισχύει στην περιοχή κι όχι εθνικιστικές φαντασιώσεις θα ήταν ευσταθής λύση, εποικοδομητική για αμφότερες τις πλευρές και για ολόκληρη την περιοχή.

Αν και δεν μου αρέσει να κάνω ανίχνευση προθέσεων, πιστεύω ότι ο Κοτζιάς πίστευε πραγματικά στην ανάγκη να κλείσουν τα βαλκανικά μέτωπα. Το λάθος του ήταν ότι μετέτρεψε τη γενικά σωστή αυτή προσέγγιση σε δόγμα, με αποτέλεσμα να κάνει σοβαρές εκπτώσεις από τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα με σκοπό να επιτύχει γρήγορα συμφωνίες.

Σημαία του πρώην υπουργού Εξωτερικών ήταν η γενικά σωστή θέση περί «ενεργητικής διπλωματίας» κι όχι διπλωματικής ακινησίας. Πίσω από αυτή τη θέση, όμως, κρύβονται δύο σκοπιμότητες, τις οποίες ο Κοτζιάς απέκρυβε επιμελώς: Πρώτον, το γεγονός ότι για το κλείσιμο των βαλκανικών μετώπων παραδοσιακά η Δύση πίεζε την Αθήνα. Δεύτερον, η προσωπική φιλοδοξία του να συνδέσει το όνομά του με τέτοιες συμφωνίες. Ο ίδιος, άλλωστε, λόγω και ιδεολογικής προέλευσης, είχε την τάση να υποτιμά τη σημασία και του Μακεδονικού και του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η Συμφωνία των Πρεσπών

Θυμηθήκαμε κατακαλόκαιρο τον Κοτζιά και τις διπλωματικές κινήσεις του στα Βαλκάνια, επειδή από τη δική του περίοδο έχει μείνει μία κληρονομιά, την οποία εκ των πραγμάτων καλείται να χειρισθεί η κυβέρνηση της ΝΔ. Το πρώτο είναι η Συμφωνία των Πρεσπών. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ξεκαθαρίσει πως θα είναι αυστηρή όσον αφορά την τήρησή της από την πλευρά των Σκοπίων κι αυτό δεν είναι διόλου λίγο.

Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε ιδεολογικοπολιτικά ταυτιστεί τόσο πολύ με τη Συμφωνία που θεωρούσε πως εάν κατηγορούσε τα Σκόπια για τις εξόφθαλμες παρασπονδίες τους όσον αφορά την τήρηση των όρων της θα βρισκόταν η ίδια πολιτικά υπόλογη ενώπιον της ελληνικής κοινής γνώμης. Γι’ αυτό και έκανε τα στραβά μάτια. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει κανένα λόγο να τηρήσει την ίδια ανεκτική στάση.

Η ίδια, άλλωστε, έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν προτίθεται να επιδιώξει την ακύρωση της Συμφωνίας, προσθέτοντας ότι θα επιδιώξει να την βελτιώσει, όταν το γειτονικό κράτος αρχίσει την ενταξιακή πορεία του προς την ΕΕ. Δεν πρόκειται απλώς γα υπεκφυγή. Το παιχνίδι χάθηκε από την κυβέρνηση Τσίπρα, όταν η Ελλάδα κρατούσε το κλειδί για την ένταξη της-πλέον-Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ.

Τότε η Αθήνα είχε διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Τώρα, εάν επεδίωκε την ακύρωση της Συμφωνίας, όχι μόνο θα πλήρωνε υψηλό διπλωματικό κόστος, αλλά τα Σκόπια θα μπορούσαν να επαναφέρουν το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», χωρίς να μπορεί κανείς να τους πει τίποτα. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα θα έχανε και το μόνο που κέρδισε με τις «Πρέσπες».

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι ελληνοαλβανικές σχέσεις

Υπάρχει και η εκκρεμότητα στο ελληνοαλβανικό μέτωπο. Οι διαπραγματεύσεις του Κοτζιά με τον Αλβανό ομόλογό του είχαν φθάσει σε ένα πλαίσιο συμφωνίας, το οποίο, όμως, δεν ολοκληρώθηκε σε εκείνη τη φάση με ευθύνη των Τιράνων. Η ωμή-στην πραγματικότητα εμβληματική-εκτέλεση του Βορειοηπειρώτη Κατσίφα από τις ειδικές δυνάμεις της αλβανικής Αστυνομίας αναπόφευκτα όξυνε το κλίμα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και πάγωσε τις σχετικές διαπραγματεύσεις.

Στη συνέχεια, η αναξιόπιστη και προκλητική στάση του Ράμα, που κινεί τα νήματα, δεν άφησε περιθώρια για κάποιο θετικό βήμα στις διμερείς σχέσεις. Όταν, μάλιστα, εκδηλώθηκε η πολιτική κρίση στην Αλβανία και η Ελλάδα εισήλθε σε προεκλογική περίοδο, η διπλωματική δυναμική που είχε παραχθεί ακυρώθηκε. Στη ΝΔ, άλλωστε, που σήμερα βρίσκεται στην εξουσία, δεν υπάρχει και μεγάλη διάθεση για να γίνουν βήματα προς την κατεύθυνση της αναθέρμανσης των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Άρα, όλα δείχνουν ότι σ’ αυτό το μέτωπο δεν αναμένεται να έχουμε σημαντικές εξελίξεις.

Η πρόθεση του Κοτζιά να «καθαρίσει το έδαφος» στα Βαλκάνια δεν θα βρει οπαδούς, μετά και τις αντιδράσεις που προκάλεσε στην ελληνική κοινή γνώμη η Συμφωνία των Πρεσπών. Αν και τα ελληνοαλβανικά δεν είχαν ούτε έχουν την εθνική-συναισθηματική φόρτιση που έχει το Μακεδονικό, το κλίμα στην κοινή γνώμη είναι σε γενικές γραμμές αρνητικό έναντι των Τιράνων. Εκτός αυτού, οι Βορειοηπειρώτες έχουν πλέον ατά κανόνα αποκτήσει δικαίωμα ψήφου. Και επειδή λόγω παράδοσης ψηφίζουν συνήθως τη Δεξιά, το γεγονός αυτό οπωσδήποτε επηρεάζει τις επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

ΠΗΓΗ: SL PRESS