Αμφίβολη καθίσταται πλέον η ομαλή εξέλιξη του χρονοδιαγράμματος παραδόσεων μαχητικών 5ης γενιάς στην Τουρκία μετά την υποβολή  σχεδίου νόμου του Αμερικανικού Κογκρέσου, η οποία ενδεχομένως να αναχαιτίσει την ομαλή πορεία του F-35 σε τουρκική υπηρεσία.

Παρά τα ισχυρά βιομηχανικά και οικονομικά δεδομένα της συμμετοχής της Τουρκίας στο «άρμα» του Joint Strike Fighter είναι σαφές ότι το χρονοδιάγραμμα παραδόσεων βρίσκεται σε κίνδυνο με αβέβαιο το αν-και πότε-θα ολοκληρωθούν οι παραδόσεις των 30 F-35A που έχουν ήδη παραγγελθεί. Στο μεταξύ η Άγκυρα αποφάσισε να καθυστερήσει τη παραλαβή των S-400 για μερικούς μήνες, προφασιζόμενη «θέματα εκπαίδευσης».

Ισχυρές οι αντιδράσεις στην Ουάσιγκτον

Στο σχέδιο νόμου περιλαμβάνεται ειδική διάταξη για την οριστική ακύρωση της προμήθειας F-35 στην Άγκυρα, τεκμηριώνοντας την απόφαση αυτή ως «συνέπεια της παραβίασης του υπάρχοντος νομικού πλαισίου που απαγορεύει σε συμμαχικές χώρες τις αγορές όπλων από τη Μόσχα».

Οι εξελίξεις σχετίζονται άμεσα με την αγορά του αντιαεροπορικού/αντιβαλλιστικού συστήματος S-400 από την Τουρκία και όπως ήταν αναμενόμενο αποτέλεσαν «κόκκινο πανί» για πολλούς κύκλους στην Ουάσιγκτον.

Και αυτό διότι δεν είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή η πώληση του πλέον προηγμένου μαχητικού που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε παραγωγή στις ΗΠΑ σε μια-υποτίθεται-συμμαχική χώρα, η οποία υποδαυλίζει την επιχειρησιακή διαλειτουργικότητα του ΝΑΤΟ, ενώ την ίδια στιγμή έχει όλες τις προϋποθέσεις (λόγω στενής σχέσης με τη Μόσχα) για πιθανή διαρροή τεχνολογίας.

Ενδεικτική ήταν η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, ο οποίος δήλωσε στη διάρκεια ακροάσεων στο Κογκρέσο, ότι η δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν θα παραδοθούν τα μαχητικά στην Τουρκία, αφού όπως τόνισε «η τάση είναι λάθος στη χώρα αυτή». Στο ίδιο μήκος κινήθηκαν οι δηλώσεις του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών Γουές Μίτσελ αρμόδιου για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας.

Ούτε λίγο ούτε πολύ το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: «Δεν νομίζω ότι λέω κάτι νέο, όταν δηλώνω εδώ ότι η Τουρκία εάν προχωρήσει στην αγορά σύγχρονων ρωσικών οπλικών συστημάτων, ενδεχομένως θα πρέπει να περιμένει ότι θα υπάρξει αλυσιδωτή αντίδραση, που αφορά την συμμετοχή της στα προγράμματα στρατιωτικής και βιομηχανικής συνεργασίας. Αυτό νομίζω αφορά και τα F-35», προειδοποίησε ο Μίτσελ.

Συμμόρφωση ή ελιγμός εντυπώσεων;

Έπειτα από τα παραπάνω η Τουρκία φαίνεται ότι επιχειρεί έναν «ελιγμό» αναβάλλοντας προσωρινά την προμήθεια S-400 προκειμένου να εκτονώσει την διαφαινόμενη εμπλοκή στην προμήθεια των F-35 εν αναμονή της τελετής παράδοσης του πρώτου F-35A Lightning II στην Τουρκία στις 21 Ιουνίου.

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι αυτομάτως η Τουρκική Αεροπορία θα έχει διαθέσιμα τα πρώτα αεροσκάφη για επιχειρήσεις εντός τουρκικής επικράτειας όπως έγινε στην περίπτωση του Ισραήλ. Και αυτό γιατί βάσει διαδικασίας, αυτά θα παραμείνουν στις ΗΠΑ μαζί με τα επόμενα που θα παραδοθούν για εκπαίδευση χειριστών όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή με όλους τους διεθνείς χρήστες του μαχητικού.

Η γενική εκτίμηση που υπήρχε μέχρι σήμερα ήταν ότι τα δύο πρώτα F-35A θα φτάσουν στη Τουρκία έναν χρόνο αργότερα τον Ιούνιο του 2019 ενώ η κήρυξη αρχικής επιχειρησιακής ικανότητας της πρώτης Μοίρας (171 Filo) με  έδρα την αεροπορική βάση της Malatya/Erhac δεν αναμένεται πριν το 2021-22. Φυσικά οι εκτιμήσεις αυτές είναι πλέον αμφίβολο εάν θα ισχύσουν εφόσον αναμένονται εξελίξεις στο όλο ζήτημα.

Μεγέθη πολύ μεγάλα για να «αγνοηθούν»

Παράλληλα με την προμήθεια των 100 μαχητικών F-35, ιδιαίτερα σημαντική είναι η παράμετρος της βιομηχανικής συνεργασίας που έχει εξασφαλίσει η Άγκυρα στο πλαίσιο του προγράμματος JSF. Στην ουσία η Τουρκία «βιάστηκε» ώστε να εξασφαλίσει βιομηχανική συμμετοχή, η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη από το ποσό που έχει καταβάλει στα πλαίσια συμμετοχής της στο Level III.

Τελικά η  Lockheed Martin συμφώνησε στην ανάθεση υπό-κατασκευαστικού έργου στην Τουρκία αξίας $ 5 δις στα πλαίσια του προγράμματος Joint Strike Fighter (το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο μισό του αρχικού εκτιμώμενου κόστους προμήθειας 100 μαχητικών F-35).

Κάτι που λίγοι γνωρίζουν είναι ότι η  απόφαση αυτή ελήφθη στο πλαίσιο της αποτροπής του ενδεχομένου η Τουρκία να στραφεί προς το Eurofighter Typhoon το οποίο θεωρείται μέχρι σήμερα σοβαρός ανταγωνιστής του F-35 στη διεθνή αγορά.

Υπενθυμίζεται ότι η κοινοπραξία του Eurofighter είχε προσφέρει στην Άγκυρα πλήρη συνεργασία για το πρόγραμμα του Typhoon, το οποίο προωθείτο από την Alenia ως υποκατάστατο-συμπλήρωμα του F-35 για την αντικατάσταση των F-16C/D και F-4E μετά το 2015-2020.

Επιπλέον η τουρκική βιομηχανία ασκούσε διαρκείς πιέσεις όχι μόνο στην αρχή αλλά και αργότερα για την μεγαλύτερη εμπλοκή της στο βιομηχανικό πρόγραμμα κατασκευής των F-35. Προφανώς σύμφωνα με τις φιλοδοξίες της Άγκυρας, το κατασκευαστικό έργο των $ 5 δις που κατανεμήθηκε σε επτά εταιρείες δεν ήταν αρκετό (σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η Aydin Software and Electronics Industry, η Kale Group και η TUSAS Engine Industries).

Η TUSAS μάλιστα επεδίωξε να αναλάβει σημαντικό υπό-κατασκευστικό έργο για το F-35 με επενδύσεις για εργαλειομηχανές και επέκταση εγκαταστάσεων και πέτυχε να καθιερωθεί ως μελλοντικό κέντρο τεχνικής υποστήριξης των κινητήρων Pratt & Whitney F135 για όλους τους χρήστες στην ευρύτερη περιοχή (συμπεριλαμβάνονται όλοι οι Ευρωπαίοι χρήστες του F-35). Μια απόφαση που επικρίθηκε ιδίως από τη Μεγάλη Βρετανία και υπόκειται σε πιθανό επαναπροσδιορισμό αναλόγως των εξελίξεων.

Σημειώνεται ότι για την ενίσχυση της εγχώριας τουρκικής βιομηχανίας, η κατασκευάστρια των F-35 Lockheed Martin, είχε προχωρήσει στη χρηματοδότηση διαφημίσεων των τουρκικών βιομηχανικών φόρουμ στις ΗΠΑ, ώστε να καλλιεργηθούν ισχυρότερες σχέσεις με αμερικανικές εταιρίες.

Το δίλημμα των ΗΠΑ με την Τουρκία

Με την Τουρκία σε περίοδο προεκλογικής αναμέτρησης, δηλώσεις αναφορικά με την προμήθεια των F-35 γίνονται στο πλαίσιο των ευρύτερων επιδιώξεων της κάθε πλευράς.

Είναι σαφές ότι η Ουάσιγκτον-και ιδίως ο Πρόεδρος Τραμπ μαζί με μια συντηρητική παράταξη στις ανώτερες τάξεις της αλυσίδας στρατηγικού σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων-ελπίζει ότι η Άγκυρα θα λογικευτεί και θα επανέλθει στον «ίσιο δρόμο» προκειμένου να μην απολεσθούν τα γεωπολιτικά ερείσματα που παρείχε στο ΝΑΤΟ για περισσότερο από 5 δεκαετίες.

Η στροφή όμως που έκανε ο Ερντογάν στη Μόσχα δεν φαίνεται να είναι ένα «πυροτέχνημα» αλλά μια ακόμη έντεχνη προσέγγιση, προκειμένου να επιβάλει «de facto» τους δικούς του όρους στην διαμόρφωση των ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων στην περιοχή.

Κατά συνέπεια όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά ενώ είναι κάτι περισσότερο από σίγουρο ότι το αμυντικό-βιομηχανικό λόμπι στις ΗΠΑ θα πράξει ότι είναι δυνατόν ώστε να μην απολεσθεί μια τόσο σημαντική από άποψη μεγέθους παραγγελία.