Για μια ακόμη φορά, η ελληνική εξωτερική πολιτική εκπλήσσει και εγείρει ερωτήματα αναφορικά με τη λογική που τη διέπει, στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος. Η ύπαρξη μιας νέας κυβέρνησης ασφαλώς αποτελεί μία βραχυπρόθεσμη δικαιολογία, η ισχύς της οποίας, όμως, εξαντλείται ταχύτατα. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, στο νέο του πλαίσιο, εντάσσεται στον υπέρ πάντων αγώνα του Ερντογάν να αποσπάσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο ελέγχου. Αυτό αφορά τον έλεγχο χώρου (περί Γαλάζιας Πατρίδας και αναφορές στην έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), αλλά και τον δυνητικό έλεγχο κοιτασμάτων υδρογονανθράκων με το αντίστοιχο οικονομικό όφελος.

Γράφει ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΜΙΧΑΣ για το SL PRESS

Είναι αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό και επείγον πρόβλημα για την ελληνική εξωτερική πολιτική, με βασικό χαρακτηριστικό την ταχύτητα των εξελίξεων. Για την Ελλάδα, άλλωστε, το διακύβευμα είναι κρίσιμο: κρίνεται το οικονομικό της μέλλον, καθώς υπάρχουν ισχυρότατες ενδείξεις, παρουσίας από σημαντικών έως παγκοσμίου επιπέδου κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Για ΑΟΖ δεν μπορούμε ακόμα να συζητούμε, καθώς η Ελλάδα δεν την έχει ανακηρύξει. Οι κυβερνήσεις δεν πείθονται ότι αυτή η έννοια του διεθνούς δικαίου της θάλασσας έχει προστιθέμενη αξία για τα εθνικά συμφέροντα.

Τα κράτη αναζητούν επαύξηση των δυνατοτήτων αξιοποίησης των υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών (από την αλιεία και τους υδρογονάνθρακες μέχρι κοιτάσματα σπανίων γαιών, ένας τομέας που συζητιέται ολοένα και περισσότερο μεταξύ ειδικών ανά τον κόσμο). Η οικονομική εκμετάλλευση δεν ταυτίζεται με την άσκηση κυριαρχίας επί του θαλάσσιου χώρου που αφορά η έννοια της ΑΟΖ, κάτι το οποίο πρέπει να τονιστεί.

Αυτό που περιγράφεται ως ελληνικό πρόβλημα, λοιπόν, ο εστιασμένος τουρκικός αναθεωρητισμός, αποτελεί πλέον κομβικό ζητούμενο στις προτεραιότητες κορυφαίων δρώντων του διεθνούς συστήματος, επηρεάζοντας γεωστρατηγικά συμφέροντα. Αφορά ισορροπίες υπό διαμόρφωση που θα καθορίσουν τις νέες σταθερές που θα διαμορφώσουν τη νέα τάξη στην ευρύτερη περιοχή, εάν και όταν αυτή επιτευχθεί.

Κατά συνέπεια, η αναβλητικότητα, ο ετεροχρονισμός, το κουκούλωμα ενός προβλήματος, ακυρώνονται στην πράξη από την ενεργό εμπλοκή του επισπεύδοντος διεθνούς παράγοντα. Η Ελλάδα απειλείται με περιθωριοποίηση, σε μια περίοδο μάλιστα που οι μετοχές της εμφανίζονται ενισχυμένες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του διεθνούς ενδιαφέροντος για την περιοχή και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς της Τουρκίας, υπό την έννοια ότι στην πράξη έχει αποσκιρτήσει από το δυτικό στρατόπεδο, όπου είχε τον ρόλο χώρας πρώτης γραμμής.

Η ενεργός τουρκική διπλωματία και η παθητική ελληνική

Επανερχόμενοι στον αρχικό ισχυρισμό περί ανεπαρκούς αντιμετώπισης της νέας αυτής κατάστασης από την Αθήνα, διαπιστώνει κανείς ότι η Τουρκία κινείται ενεργά σε όλα τα επίπεδα, επιχειρώντας να κεφαλαιοποιήσει τη μεγάλη γεωστρατηγική αξία, που έχει λόγω της θέσης της στον χάρτη. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα περιορίζεται σε έναν αμυντικό ρόλο, επικαλούμενη το διεθνές δίκαιο. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να ευθυγραμμίσει τα συμφέροντά της με αυτά των ΗΠΑ και της Γαλλίας και να βρει κοινό βηματισμό με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που επίσης ενοχλούνται από την τουρκική στάση.

Δεν υπονοούμε ότι οι επιλογές αυτές είναι λανθασμένες. Το επιχείρημα είναι πως η σημασία τους συγκαλύπτει την ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών, οι οποίες θα βοηθήσουν στην κατεύθυνση παραγωγής ευνοϊκού για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα αποτελέσματος. Η πάγια τακτική της Τουρκίας έχει δύο χαρακτηριστικά: Πρώτον, είναι μαξιμαλιστική και δεύτερον απεχθάνεται οποιαδήποτε εμπλοκή διεθνούς οργάνου επίλυσης διακρατικής διαφοράς. Ερμηνεύει αυθαίρετα το διεθνές δίκαιο, επικαλούμενη «ειδικές συνθήκες» και θεωρίες προσαρμοσμένες στις επιθυμίες της.

Αποκορύφωμα είναι το ότι τα νησιά δεν δικαιούνται θαλάσσιες ζώνες πέραν των 6 ναυτικών μιλίων χωρικών υδάτων. Με τον τρόπο αυτόν, η Άγκυρα έχει φτάσει να διεκδικεί θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, διαγράφοντας τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη! Μπορεί στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας να υφίσταται και η έννοια της αναλογικότητας, κάτι το οποίο σημαίνει ότι το Διεθνές Δικαστήριο πιθανόν να λάβει υπόψη τον τεράστιο ηπειρωτικό κορμό της Τουρκίας έναντι του Καστελλόριζου, αλλά η Άγκυρα αρνείται οριοθέτηση από τη Χάγη. Η ουσία είναι ότι η Τουρκία έχει οδηγηθεί-και από την ελληνική στάση-να πιστεύει πως μπορεί να αποκομίσει πολλά περισσότερα, ακολουθώντας παγίως τακτική εκφοβισμού και καταναγκασμού.

Η διεθνής ασυλία της Τουρκίας

Ενώ οι μεγάλοι παίκτες στην περιοχή μας ιδιωτικά έως και λοιδορούν τις θέσεις της Άγκυρας, τουλάχιστον μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν είχε καταγραφεί δήλωση που να τις καταδικάζει απερίφραστα, γεγονός πού φυσικά εξέθρεψε την τουρκική υπεροψία. Πρόσφατα, η Τουρκία προχώρησε στην κατάθεση επιστολής στον ΟΗΕ, η οποία ως είθισται δημοσιεύθηκε ως επίσημο έγγραφο του Οργανισμού, με την οποία διεκδικεί πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και της κυπριακής ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Το επιχείρημά της είναι ότι «διαθέτει τη μεγαλύτερη ηπειρωτική ακτογραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο».

Είναι προφανές ότι η Τουρκία επιχειρεί να προωθήσει τις απόψεις της, εξοικειώνοντας το διεθνές σύστημα. Η ευθύνη να μη μείνουν αναπάντητες βαραίνει την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, οι οποίες πλήττονται άμεσα. Η Αθήνα απάντησε στην τουρκική ενέργεια, καταθέτοντας επιστολή στον ΟΗΕ, με την οποία επεξηγούνται οι θέσεις της Ελλάδας. Πρόκειται για ορθή ενέργεια, η οποία όμως είναι ανεπαρκής. Η ελληνική διπλωματία λαμβάνει υπόψη την «φιλική προτροπή» των ΗΠΑ να μην προχωρήσει σε κατάθεση συντεταγμένων για τα ποια θεωρεί όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, εάν δεν έχει προηγουμένως συνεννοηθεί με την Τουρκία!

Το κεντρικό επιχείρημα του παρόντος είναι πως δεδομένων των εξελίξεων, η συμμόρφωση με την αμερικανική προτροπή είναι αντιπαραγωγική και επιβλαβής για τα εθνικά συμφέροντα. Η αμερικανική στάση φαίνεται να υπαγορεύθηκε από τις δυνητικές συνέπειες μετά την ανακοίνωση της Άγκυρας ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, όπως δίδει το δικαίωμα το διεθνές δίκαιο, θα είναι «αιτία πολέμου».

Οι γραφειοκρατίες δεν είναι εύκολο να προσαρμοστούν σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, με αποτέλεσμα να εμμένουν σε σχήματα. Εξ ου και η αμερικανική προτροπή, με την οποία συμμορφώνεται η Ελλάδα, δείχνει να μην λαμβάνει υπόψη κάτι πολύ απλό. Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια θα παρήγαγε άμεσα αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και οι Τούρκοι προσπαθούν την αποτρέψουν. Η κατάθεση συντεταγμένων, όμως, δεν συνεπάγεται μονομερή οριοθέτηση, δεν σημαίνει πως το κράτος που καταθέτει συντεταγμένες αυτομάτως αποκτά ΑΟΖ αυτής της έκτασης. Η κατάθεση γίνεται μονομερώς και οι όποιες αντιδράσεις γειτονικών κρατών καταγράφουν την υφιστάμενη διαφωνία.

Ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ αναφέρει τις μεθόδους ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Σε αυτή απουσιάζει ο κανόνας της ζούγκλας, η κατίσχυση του ισχυρότερου επί του πιο αδύναμου, υπό την απειλή των όπλων. Το σημαντικό είναι όμως ότι η Ελλάδα δεν έχει λόγο να μην προχωρήσει στην κατάθεση συντεταγμένων. Οι ΗΠΑ, άλλωστε, δεν έχουν επισήμως διαφωνήσει. Η Τουρκία δεν επιθυμεί οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση επί της ελληνικής ΑΟΖ. Αναρωτιέται κανείς τι είδους διαπραγμάτευση μπορεί να υπάρξει, όταν η μία πλευρά λέει πως τα νησιά έχουν δικαιώματα θαλασσίων ζωνών και η άλλη λέει πως δεν έχουν!

Ανάγκη για αλλαγή στάσης

Η Αθήνα οφείλει να εγκαταλείψει τη σημερινή παθητική στάση. Να μελετήσει ενέργειες, με τις οποίες να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Νόμιμο δικαίωμα το οποίο δεν ασκείται για πολύ χρόνο ατροφεί, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η τουρκική θέση περί ειδικών περιστάσεων. Είναι παράλογο η θέση σου να στηρίζεται απόλυτα στο διεθνές δίκαιο, να σε ευνοούν αυτή την περίοδο οι διεθνείς συμμαχίες, ο αντίπαλός σου να έχει μετατρέψει εαυτόν σχεδόν σε κράτος-παρία και παρόλα αυτά να παίζεις λόγω φοβικού συνδρόμου το παιχνίδι του.

Στην ουσία, η ελληνική πλευρά αναμένει τα γεωτρύπανα της αμερικανικής ExxonMobil και της γαλλικής Total να ξεκινήσουν γεωτρήσεις στα θαλάσσια οικόπεδα νότια της Κρήτης και ναυτικές μονάδες των ΗΠΑ και της Γαλλίας να αποτρέψουν ενδεχόμενη τουρκική ενέργεια. Άντε, θα υπάρχει και μια διακριτική παρουσία του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Αυτή δεν είναι μια κολακευτική εικόνα ευρωπαϊκής χώρας που δαπανά τεράστια ποσά για την άμυνά της.

Η Ελλάδα εκπέμπει το φοβικό σύνδρομο που κατατρύχει τις πολιτικές ηγεσίες της. Δίνει παγίως την εντύπωση ότι προσδοκά άλλοι να της λύσουν τα προβλήματα. Δεν κινείται στην κατεύθυνση ενεργούς διαμόρφωσης του περιβάλλοντος, εντός του οποίου αυτά εξελίσσονται, με αποτέλεσμα να επιδεινώνονται. Πριν την οικονομική κρίση, η κατάσταση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ήταν καλύτερη και η μαχητική του ικανότητα πιο αποτελεσματική, αλλά το φοβικό σύνδρομο ήταν παρόν.

Άρα δεν προήλθε από την σημερινή ασυμμετρία μεγεθών. Προήλθε από την απροθυμία ανάληψης του παραμικρού ρίσκου για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων από την πλευρά του πολιτικού συστήματος, την απροθυμία διατάραξης της ευδαιμονίας με ημερομηνία λήξης που εξασφάλιζε ο φθηνός δανεισμός. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό και το βιώνουμε 10 χρόνια τώρα.

Έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα

Η απραξία, η πρακτική κουκουλώματος των προβλημάτων οφείλεται σε μια ψυχογενή άρνηση των ελληνικών ελίτ, η οποία τελικώς πλήττει το εθνικό συμφέρον. Για την ακρίβεια, ανοίγει διαρκώς την όρεξη της δίχως όρια αναθεωρητικής Τουρκίας. Τα μαθήματα που υποτίθεται πως λάβαμε από την οικονομική κρίση, δίνουν την ευκαιρία για μια αυτοκριτική θεώρηση των πεπραγμένων μας και για αλλαγής ρότας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καλείται να μιλήσει και να πράξει όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για την εθνική ασφάλεια.

Δεν χρειάζεται η Ελλάδα να μετατραπεί σε μιλιταριστικό κράτος, που φοβούνται μερικοί. Χρειάζεται πολιτική βούληση ανάσχεσης των παράνομων διεκδικήσεων της Τουρκίας και σχεδιασμός με έξυπνο στρατιωτικά και όχι μόνο τρόπο. Χρειάζεται να εκμεταλλευτούμε τις υπαρξιακές αντιφάσεις της γειτονικής χώρας. Η Ελλάδα καλείται να αδράξει τις ευκαιρίες και να διαμορφώσει το πλαίσιο στην Ανατολική Μεσόγειο, κατά τρόπο συμβατό με τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Γαλλίας, αλλά ταυτόχρονα κατά τρόπο να κατοχυρώνει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Η Τουρκία του Ερντογάν φαίνεται πως έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα, παρότι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι θέλουν ακόμα να ελπίζουν πως θα την επαναφέρουν και ουσιαστικά στο δυτικό στρατόπεδο. Η Αθήνα δεν έχει κανένα λόγο να εμπλακεί άμεσα σ’ αυτή τη διελκυστίνδα. Πρέπει να ετοιμάζεται για κάθε ενδεχόμενα, αλλά είναι προφανές πως εάν οι σχέσεις της Δύσης με την Τουρκία οδηγηθούν σε ρήξη, θα έχει ανοιχτεί μια ιστορική ευκαιρία και για την Ελλάδα και για την Κυπριακή Δημοκρατία.

ΠΗΓΗ: SL PRESS