Είναι κατανοητό να εκφράζεται από πολλούς δυσπιστία γι’ αυτό το ξαφνικό αμερικανικό ενδιαφέρον, που για πρώτη φορά στην ιστορία περιέχει κάποιες προσεγγίσεις φιλικότερες προς τον κυπριακό Ελληνισμό και τη νομιμότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εξάλλου, ακόμα κι αν παραβλέψουμε την ιστορία, ποιος μπορεί να εμπιστευτεί μια κυβέρνηση της οποίας ηγείται ο Ντόναλντ Τραμπ με τα γνωστά σκαμπανεβάσματα σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του με την Τουρκία και τον Ερντογάν.

Γράφει ο ΑΡΙΣΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ για τον ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ

Πολύ δικαιολογημένα, επομένως, να υπάρχουν αμφιβολίες για το πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις μας και κατά πόσο θα συνεχίσουν να είναι ευνοϊκές. Ακόμα και η επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, παρόλο που στέλνει σοβαρά μηνύματα, δεν διασφαλίζει τη μελλοντική εξέλιξη. Τίποτα δεν διασφαλίζει το μέλλον στην ταραγμένη περιοχή μας, ούτως ή άλλως. Όμως, υπάρχει μεγάλη απόσταση από την κατανοητή δυσπιστία μέχρι τον μηδενισμό των όποιων θετικών εξελίξεων. Διότι, αυτή τη στιγμή, μέσα στη μεγάλη απελπισία των αδιεξόδων μας, πρόκειται για θετικές εξελίξεις. Κι έτσι οφείλουμε να τις διαχειριστούμε. Εξάλλου, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Πώς αλλιώς θα αντιμετωπίσουμε την τουρκική επιδρομική πολιτική αν μηδενίζουμε και τις απόπειρες δημιουργίας κάποιων συμμαχιών, που δημιουργούν πιθανότητα στήριξης της αμυντικής διπλωματικής γραμμής μας;

Η Κυβέρνηση, όπως δηλώνει διά του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Χριστοδουλίδη, χαρακτηρίζει σημαντική και ουσιαστική την επίσκεψη Πομπέο, σημειώνοντας ότι «θα έχουμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε απόψεις για τις περιφερειακές εξελίξεις» και θα συζητηθεί και το θέμα των περιφερειακών συνεργασιών που Κύπρος και Ελλάδα έχουν αναπτύξει με χώρες της περιοχής. Αυτό είναι όντως σημαντικό με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ έχουν ήδη εμπλακεί υποστηρικτικά σε αυτές τις συνεργασίες, αλλά προβλέπεται πια και διά νόμου (με τον Νόμο Μενέντεζ) η περαιτέρω ανάμιξη της Αμερικής στην ενέργεια και στην ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου. Και, μάλιστα, με ειδικές αναφορές σε ό,τι αφορά τα προβλήματα που δημιουργεί η Τουρκία έναντι των συνεργασιών όλων των άλλων χωρών της περιοχής.

Ασφαλώς και δεν περιμένει κανένας ότι θα έρθει η Αμερική να μας προστατεύσει με στρατεύματα που θα παραταχθούν απέναντι στην τουρκική επίθεση. Κι όσοι το υπερτονίζουν αυτό είναι όσοι θέλουν να μηδενίσουν οποιαδήποτε προσπάθεια αντίδρασης στις επιθυμίες της Άγκυρας. Όμως, το γεγονός είναι ότι πέρα από τη στρατιωτικοποίηση που επιχειρεί η Άγκυρα (και μπροστά στην οποία θα έπρεπε εμείς και η Ελλάδα να προετοιμαζόμαστε ενισχύοντας της άμυνά μας κι όχι διαλύοντάς την) βρίσκεται σε εξέλιξη μια τεράστια προσπάθεια διπλωματικής ενίσχυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και με την αμερικανική εμπλοκή και με τις συνεργασίες με τις γειτονικές χώρες και με την υπογραφή της συμφωνίας για τον αγωγό EastMed στις 2 Ιανουαρίου και με την επιμονή στις κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμα και με τις κινήσεις που γίνονται για να ανατραπεί η συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης. Οφείλουν όλοι να κατανοήσουν ότι όλα αυτά χρειάζεται να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο και, κυρίως, ότι δεν γίνονται για να αποφύγουμε τη λύση του Κυπριακού. Αντίθετα, είναι ο μόνος τρόπος για να επιδιώξουμε τη λύση μέσα από συνθήκες που δημιουργούν βιωσιμότητα και πραγματική ειρήνη. Ουδείς θέλει πόλεμο. Ουδείς πιστεύει στη σύγκρουση με την Τουρκία. Ουδείς θέλει διχοτόμηση. Ουδείς θέλει να εξαφανίσει τους Τουρκοκύπριους από την Κύπρο. Αλλά, ουδείς θα έπρεπε να θέλει και την παράδοσή μας στην Τουρκία χωρίς καμιά προσπάθεια αντίστασης. Επανέρχομαι, λοιπόν, στο ερώτημα: Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε την τουρκική επίθεση που επιδιώκει την εξαφάνισή μας; Μόνο με την επιδίωξη άσκησης πίεσης στην Τουρκία ώστε να αντιληφθεί ότι θα έχει να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρότερες ζημιές από οφέλη αν συνεχίσει την πειρατική τακτική της. Και μόνο αν χειριστούν με σχέδιο και όραμα οι κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας το διπλωματικό σκάκι που παίζεται γύρω μας υπάρχει ελπίδα. Η άλλη επιλογή είναι η αποδοχή των παράλογων τουρκικών απαιτήσεων και η μαζική αποχώρηση από την Κύπρο όσων δεν επιθυμούν να γίνουν Τούρκοι υπήκοοι ή υποτακτικοί.

ΠΗΓΗ: ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ