Στην τετραετία της ΕΟΚΑ, η δοκιμασία του ανθρώπου ήταν διαρκής απειλή που σφυροκοπούσε την αξία του αγωνιστή.

«Όσα αξίζουν σ’ αυτό τον κόσμο υφίστανται τη διεργασία της δοκιμασίας. Μιας αέναης δοκιμασίας, υπαγορευμένης από τη θέληση της Δημιουργίας, που βρίσκεται σε διαρκή ενέργεια για ν’ αποδεικνύει τη δύναμη των αξιών. Το χρυσάφι δοκιμάζεται στη Λυδία Λίθο. Τα διαμάντια στο αμόνι. Η εμμονή των λαών σε ανώτερες ιδέες, είναι μέτρο κρίσης της διάρκειάς τους στον ιστορικό χρόνο. Η προσήλωση του ανθρώπου σε υψηλούς σκοπούς κι η υπαρξιακή του δύναμη, δοκιμάζονται στις κακουχίες, στις αντιξοότητες, στα μαρτύρια. Το φιλότιμο κι η ανθρωπιά κρίνονται στις μυλόπετρες της ανάγκης και στους καιρούς τους ταραγμένους. Η φιλία δεν ζυγίζεται στις ατάραχες ώρες της βιοτικής τύρβης και της αχαλίνωτης κραιπάλης, όταν οι γλεντοκόποι προσπαθούν να σπάσουν την πλήξη τους στις διασκεδάσεις. Η φιλία δοκιμάζεται όπως τους θαλασσόπληκτους βράχους στη μάνητα της φουρτούνας. Κι η δύναμη του αγωνιστικού πνεύματος ελέγχεται στις κρίσιμες περιόδους, στους θανατηφόρους κινδύνους. Όταν ο αγωνιστής  βρίσκεται στο μεταίχμιο του απάνω κόσμου και του Άδη και μαρτυρεί και υποφέρει τα πάνδεινα από το σαδισμό, που μοχθεί να κάμψει την ακμαιότητα του φρονήματός του και να τον εξαναγκάσει να ενδώσει στη βαρβαρική βούληση της τυραννίας». (Ο πρόλογος στο κεφάλαιο «Οι βασανιστές και τα βασανιστήρια» του τετράτομου ιστορικού έργου του Γιάννη Σπανού, «ΕΟΚΑ έτσι πολεμούν οι Έλληνες», τ.2, σελ 57…, εκδ. Ανδρέας Σπανός, Λευκωσία, 1997), εξ.)

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΝΟΣ για το ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ

Στην τετραετία της ΕΟΚΑ, η δοκιμασία του ανθρώπου ήταν διαρκής απειλή που σφυροκοπούσε την αξία του αγωνιστή. Η αποικιοκρατία είχε στήσει τα άντρα του τρόμου στην Ομορφίτα, στο Σαράγιο, στις Πλάτρες, στην παλιά Αμμόχωστο. Είχε εγκαταστήσει στ’ ανακριτήρια, δαιμονιακά ανθρωπόμορφα τέρατα. Βασανιστές ειδικευμένους για κάθε μαρτύριο που μπορούσε να συλλάβει η οργιάζουσα φαντασία των αποκτηνωμένων κακούργων. Εκείνα τα χρόνια, στους θαλάμους βασανιστηρίων της Αγγλοκρατίας, βρυκολάκιασαν οι απαισίας μνήμης εξεταστές του σκοτεινού μεσαίωνα, τα αποβράσματα της Γκεστάπο, τα κτήνη από τα μπουντρούμια των ΕΣ ΕΣ. 

Έφεραν από την κόλαση τον Μέρλιν, τον Μακλόκλαν, τον Μακάουαν, τον Μόρρις, τον Μπέρτς, τον Λιντς, τον Γουίλλαρντ, τον Σέιβορυ, τον Ντίαρς, τον Μακκάουαν, τον Πρέτικαστ, τον Μάθιου, τον Μπάρλοου, τον Σουλεϋμάν, τον Ταλάτ, τον Ασίμ Ερόλ, τον Γιλτιρίμ και τους άλλους δαίμονες που υπέβαλλαν σε απερίγραπτα μαρτύρια το άνθος της ελληνικής νιότης της Κύπρου. Φρικιούν ακόμα οι αγωνιστές στη θύμιση των βασανιστών και των βασανιστηρίων. Έδερναν, μαστίγωναν, κακοποιούσαν το ανθρώπινο κορμί χωρίς έλεος. Εφάρμοζαν κάθε μαρτύριο που σκέφτηκαν τα σατανικά μυαλά του παρελθόντος. Κι ακόμα η παρανοϊκή φαντασία τους αναζητούσε από τις «σύγχρονες» μεθόδους βασανισμού. Δυο χρόνια, 1957-59, στα Κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς και Πύλας, είχα μακρές συνομιλίες με συναγωνιστές απ’ όλη την Κύπρο για τις φοβερές εμπειρίες των βασανιστηρίων. Και μετά την απελευθέρωση άρχισα έρευνες, δημοσιεύματα, κυρίως στην εφημερίδα «Ο ΑΓΩΝ» (δεκαετίες ’80, ’90),  ταινίες (ΑΝΤ1, ΡΙΚ, ΛΟΓΟΣ) και για 12 χρόνια στον ΛΟΓΟ, άρθρα, συνεντεύξεις, ιστορικά ντοκυμαντέρ, εφ’ όλης της ύλης του αγώνα της ΕΟΚΑ. Και από το 1996 έγραψα τους ογκώδεις τόμους της ιστορίας του απελευθερωτικού αγώνα, βασισμένος στα γεγονότα.  Από τη σαραντάχρονη έρευνα αρύομαι και τις σημερινές αναφορές στον «Φιλελεύθερο».

Η μνήμη προκαλεί φρίκη ακόμη και σήμερα…

Θάσος Σοφοκλέους: «Με είδε η μάνα μου που στεκόταν έξω από το συρματόπλεγμα και δεν με κατάλαβε. Είδες τον γιο μου; Με ρώτησε. Το όνομά του Θάσος. Εγώ είμαι μάνα, απάντησα. Δεν με αναγνώρισε. Τα βασανιστήρια άλλαξαν τη μορφή… Με βασάνιζε ο Μέρλιν». Ο αγωνιστής πέρασε από τα κελιά βασανιστηρίων του Κάστρου της Κερύνειας και από στρατόπεδο όπου υπέστη φρικτές δοκιμασίες. Ημιθανή τον απάλλαξε από το μαρτύριο Άγγλος γιατρός. Έχει σπασμένους σπονδύλους.

Μιχαλάκης Πλατάνης: «Φρίκη μου προκαλεί ακόμα η μνήμη των βασανιστηρίων στην Ομορφίτα. Μου χτυπούσαν στα γεννητικά όργανα με κενά μπουκάλια. Οι πόνοι αβάσταχτοι. Με έδερναν με γροθιές και κλωτσιές. Είχαν κάνει το κορμί μου σαν άψυχο κουφάρι».

Νίκος Κόσης: «Με είχαν γδύσει τελείως. Με χτυπούσαν συνεχώς στα γεννητικά όργανα με πέτρα. Με πατούσαν με τις αρβύλες στο στομάχι. Με τρυπούσαν με βελόνες. Μου έβγαζαν το μουστάκι τρίχα-τρίχα. Δοκίμαζαν να μου μπήξουν στον πισινό σκουπόξυλο. Εφάρμοζαν τεχνητό πνιγμό. Δεκατρείς μέρες χωρίς ανάπαυλα. Όταν δραπέτευσα και ήμουν αντάρτης, είπα στους συναγωνιστές να με σκοτώσουν αν κινδύνευα να συλληφθώ, μήπως και δεν αντέξω τα βασανιστήρια».

Ντίνος Μιχαηλίδης: «Συνέδεσαν διάφορα μέλη του σώματός μου με ηλεκτροφόρα σύρματα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Διοχέτευαν ηλεκτρισμό στο κορμί μου με ηλεκτρικές εκκενώσεις με αποτέλεσμα να προκαλείται πόνος. Εξάλλου εδημιουργείτο ένα συναίσθημα φοβερό και από την αναμονή ότι θ’ ακολουθούσε κι άλλη ηλεκτρική εκκένωση»…

Αυγή Γεωργιάδου Καρυδά: «Με χτυπούσαν μπροστά στους δικούς μου. Με πήραν βράδυ, σ’ ένα δασάκι έξω από την Κοκκινοτριμιθιά. Μου ξέσχισαν τα ρούχα, με ξεγύμνωσαν, με χτυπούσαν, με απειλούσαν ότι θα με βιάσουν. Ήμουν 16 χρονών. Με βασάνιζαν 22 μέρες. Ο Λιντς και άλλοι. Λιποθυμούσα. Μου ξερίζωναν τα μαλλιά. Μ’ έριχναν σαν μπάλα ο ένας στον άλλο, έκαναν άσεμνες χειρονομίες. Ήταν καμιά δεκαπενταριά. Μου πέρασαν βρόχο στον λαιμό να με κρεμάσουν μπροστά στον πατέρα μου. Φρικιώ στην ανάμνηση των μερόνυχτων στο Σπέσιαλ Μπραντς».

Τεύκρος Λοΐζου: «Μ’ έδεσαν με χειροπέδες χέρια-πόδια, σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι με σούστες. Τράβηξαν τα χέρια μου και τα έδεσαν σφιχτά ώστε να πιέζονται στις γωνιές του κρεβατιού για να προκαλείται φοβερός πόνος. Ήταν το λεγόμενο σταύρωμα. Μέρες και νύχτες. Μου έβαλαν μια μαντιλιά στο πρόσωπο κι έχυναν βρόμικο νερό. Έκλειναν οι πόροι, άνοιγα το στόμα ν’ αναπνεύσω και πνιγόμουν. Και ξανά και ξανά. Αφόδευα στο παντελόνι μου. Βρομούσα. Προσπαθούσα να κόψω τις φλέβες μου να πεθάνω. Ούρλιαζα και με χτυπούσαν να σταματήσω τα ουρλιαχτά. Ο αδελφός μου Κωνσταντίνος, μου εξομολογήθηκε μετά πως παρακαλούσε να πεθάνω να γλυτώσω. Τον βασάνιζαν στο διπλανό κελί. Του έκαναν χειρότερα. Ο Μέρλιν, ο Μακλόκλαν. Εκεί είδα τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, τον Νίκο Σπανό, τον Ανδρέα Τσιάρτα, τη Βάσω Λοϊζά, τη Νίτσα Χατζηγεωργίου, βασανισμένους φριχτά».

Ημέρες αγωνίας και πόνου…

Μαρτυρία Δήμητρας Δημητρίου-Θεοδωρίδου, νοσοκόμου. «ΕΟΚΑ» τ.3, Νίτσα Χατζηγεωργίου. Σελ.121… «Οι Άγγλοι μετέφεραν τη Νίτσα στην Α’ θέση του 3ου ορόφου του Νοσοκομείου Λευκωσίας. Όμορφη κοπέλα, με βρουλιά. Τα πόδια της, από τις γάμπες μέχρι τα πέλματα, ήταν μαυρισμένα από το ξύλο. Ήταν τόσο κακοποιημένα που δεν μπορούσε να τα βάλει κάτω από τα σεντόνια. Στη ράχη της υπήρχαν σημάδια, από μαστίγιο ίσως. Από τις κακώσεις του σώματος υποψιάστηκα ότι ίσως την βίασαν»…

Φώτης Πίττας, «Ημερολόγιο», τ.3, σελ.173… «Παρασκευή 11/1/57. Αστυνομία παλιάς Αμμοχώστου: Ξυλοκόπημα, Ντίαρ, Λίγκουιτ, Ρόμαν. Ημέρα φρίκης, αγωνίας, πόνου. Σπάσιμο πλευρών. Παράλυσις δυνάμεων. Κρύο. Δεν μπόρεσα να σκεπασθώ με τις πατανίες, από απώλεια δυνάμεων. Φρικτοί πόνοι. Ξυλοκόπημα από 8-10 π.μ., 3-5 μ.μ. Δεν έφαγα τίποτε από την Τετάρτη. Μόνο νερό. Με δυσκολία περπατώ. Με πολλές δυσκολίες σηκώνομαι. Μέρα και νύκτα γογγύζω από τους πόνους. Κάθε κίνηση και γογγυσμός. Ξαπλωμένος με μαξιλάρι ψωμιά. Τραβώ με το χέρι τα μαλλιά μου για να σηκώσω την κεφαλή μου».

Γιώργος Οικονομίδης. Σελ.373… «Γρονθοκοπήματα κατάφερναν γρήγορα σε όλα τα μέρη του σώματός μου, στο πρόσωπο, στο στήθος, στην κοιλιά. Ένας φορούσε γάντια του ‘’μποξ’’ και με κτυπούσε αλύπητα. Με λάκτιζε στις κνήμες, στα γεννητικά όργανα κι όπου προλάβαινε. Τοποθέτησαν το κεφάλι μου σ’ ένα τενεκεδένιο δοχείο και χτυπούσαν δυνατά με ράβδους. Λιποθύμησα κι έπεσα στο πάτωμα. Ένας γονάτισε πάνω μου κρατώντας περίστροφο και μου φώναζε άγρια να προδώσω τους συνεργάτες μου. Με κτύπησε στο πρόσωπο με το περίστροφο. Με άρπαξαν απότομα 2-3 ανακριτές και με τοποθέτησαν σε ξύλινη σανίδα ύψους ενός περίπου μέτρου που ήταν στο μέσο της αίθουσας βασανιστηρίων. Με ξάπλωσαν ανάσκελα και μου γάντζωσαν τα χέρια τεντωμένα πάνω από το πρόσωπο και τα πόδια τεντωμένα ανοιχτά σε 4 γάντζους. Με χτυπούσαν με μαστίγιο, με ύβριζαν χυδαία.

»Ένας εξαγριωμένος Άγγλος ανακριτής μού έβαλε δύο ηλεκτρικά καλώδια στα δύο μου χέρια. Άλλος διοχέτευσε ρεύμα. Συγκλονίστηκα και έμεινα απολιθωμένος. Το επανέλαβαν 2-3 φορές. Με απολίθωναν και με ζωντάνευαν. Στη συνέχεια, μου έκαναν ηλεκτροσόκ στα πόδια, τον ουρητήρα, τις μασχάλες, την κοιλιά, το πρόσωπο. Μου προκαλούσε φρικτούς πόνους και εξάντληση. Όπως ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα, μόνο με το σώβρακο, έβαλαν στο πρόσωπό μου βρεγμένα τεμάχια υφάσματος, έχυναν ούρα ή νερό και πνιγόμουν. Προκαλούσε ασφυξία, εμετούς, πνιγμό, αργό θάνατο. Μου έφεραν μπροστά μου εκείνον που με πρόδωσε. (Όνομα). Με έσπρωξαν σ’ ένα φέρετρο. Έκλεισαν το σκέπασμα. Λιποθύμησα. Μ’ έβαλαν σε αυτοκίνητο, με έδερναν, με ύβριζαν. Έφεραν τον πατέρα μου»…

Παλλάδιος Νικολάου, τ.3. Μετά την εκτέλεση του Ποκτάνοβιτς, τον συνέλαβε στο σπίτι του ο Σέιβορι. Τον γύμνωσαν και βύθιζαν το κεφάλι του σ’ ένα μπάνιο γεμάτο νερό. Τεχνητός πνιγμός. Τον είχαν κρεμασμένο ανάποδα. Τον χτυπούσαν ακατάπαυστα στο στομάχι. Ο πνιγμός φοβερό βασανιστήριο. Τον βύθιζαν στα παγωμένα νερά της θάλασσας. Τον μετακινούσαν πισθάγκωνα δεμένο και με σκεπασμένο το κεφάλι. Δεν έβλεπε που τον έσερναν. Τον πέταξαν στην άμμο. Τον απειλούσαν ότι θα τον ανατινάξουν με βόμβα που έβαλαν στο στήθος του. Τον πήραν στα Καζιβερά όπου τον ξυλοφόρτωναν χωρίς έλεος. Στην Ομορφίτα τον παρέδωσαν στον Περέιρα που παρίστανε τον «καλό». Του υποσχέθηκε χιλιάδες, σπουδές στην Αγγλία, γυναίκες. Ο αγωνιστής παρακαλούσε να πεθάνει. Επανειλημμένα αισθάνθηκε το άγγιγμα του θανάτου. Τελικά τον έκλεισαν στα Κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς με τον συναγωνιστή Άνθο Κουντούρη, στον οποίο επιφύλαξαν τα ίδια δεινά.

Δημήτρης Πολυκάρπου. Ήταν ορφανός από πατέρα. Η χήρα μάνα, η Τζυρκακού του Πολύκαρπου, είχε άλλα δύο παιδιά, ανήλικα. Στο σπίτι τους έκρυβαν καταζητούμενους αντάρτες. Τον Λένα, τον Γιωρκάτζη, τον Σπανό, τον Απόστρατο, που τελικά αντάμειψε με… προδοσία τη φιλοξενία. Το σπίτι τους το ανατίναξαν οι Εγγλέζοι. Η μάνα με τα δυο ανήλικα ξέμεινε κάτω από ένα δέντρο με μια… κατσίκα που το γάλα της το ήπιαν οι αντάρτες. Τον Δημήτρη τον βασάνισαν στις Πλάτρες. Στα βασανιστήρια τού εξάρθρωσαν τον δεξιό ώμο. Μέρες και νύχτες τον άφησαν νηστικό. Στα πολλά του έδωσαν ελιές αλατισμένες που του προκάλεσαν αβάστακτη δίψα. Τον έκλεισαν στα Κρατητήρια. Μετά τη διακοπή του αγώνα σπούδασε στην Ιατρική Αθηνών.

Στέφανος Πρωτοπαπάς. Εθνικός αγωνιστής από τα Οκτωβριανά. Τον συνέλαβε ο Μέρλιν και τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια στην Ομορφίτα. Ο Στέφανος ήταν ο μεγαλύτερός μας σε ηλικία. Ο «Γεδεών» της ΕΟΚΑ. Ο Διγενής τον διόρισε στη μυστική Αόρατη Αρχή των Κρατητηρίων με τον Δάφνη Παναγίδη, τον Μιχαλάκη Πλατάνη και άλλους, υπεύθυνους για τους Πολιτικούς Κρατουμένους. Μια μέρα τον θυμάμαι να τρέχουν τα μάτια του από ντροπή. Ήταν η Μεγάλη Παρασκευή που μας γύμνωσαν όλους στην αυλή για έρευνες. Ήταν ο εμπνευστής της διακήρυξης στον Μακάριο και τον Καραμανλή που τους καλούσαμε να μην υποκύψουν στις αγγλικές πλεκτάνες που οδήγησαν στη Ζυρίχη. Ο Στέφανος με τον Πλατάνη μού εμπιστεύτηκαν την ευθύνη διαφώτισης των Κρατουμένων με ομιλίες και άρθρα στη χειρόγραφη εφημερίδα «Ιχθύς» του Παπαντώνη Μαυρομμάτη.

Αχιλλέας Ιάσονος. «Λίνος». Ομαδάρχης Κρούσεων και Εκτελεστικού Λευκωσίας με εξαίρετη δράση. Τον βασάνισαν άγρια στην Ομορφίτα. Στα Κρατητήρια Πύλας τον έφεραν με σπασμένο το στέρνο. Οι δοκιμασίες του στην ανάκριση, φρικτές. Σπασμένες παγίδες, τραυματισμένα μέλη του σώματος. Στην Πύλα διάβαζε Νίτσε. Εκείνος με μύησε στη φιλοσοφία του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου. Σκάλισε «τα φρύδια του Νίτσε» στο χώμα έξω από την παράγκα κι εκεί, στη σκιά, επί θεμάτων ελληνικής και ξένης διανόησης. 

Μιχαλάκης Ελευθερίου. Από τα Λαγουδερά. Τον βασάνισαν σκληρά στις Πλάτρες ο Σέιβορι, ο Ταλάτ και άλλοι. Ανάμεσα στους βασανιστές κι ένας προδότης. Ο Μιχαλάκης συνεργαζόταν με τον Πλατάνη και τον Πρωτοπαπά στις αποδράσεις. Φυγάδευσε συναγωνιστές με πρωτότυπους τρόπους που σκαρφιζόταν. Διακινούσε τη μυστική αλληλογραφία εντός και εκτός Κρατητηρίων.

ΣΤΟ ΣΠΕΣΙΑΛ ΜΠΡΑΝΤΣ

Η μοίρα θέλησε να συλληφθούμε στη Λευκωσία, με τον συναγωνιστή Αλέκο Μαυρομμάτη, τη βροχερή Παρασκευή της 15ης Φεβρουαρίου 1957. Ήμασταν δεκαοκτάχρονοι, τελειόφοιτοι του Παγκυπρίου Γυμνασίου, καταζητούμενοι. Από την πρώτη ώρα γνωρίσαμε τον κόσμο των βασανιστηρίων. Μας ανάγκασαν να σταθούμε πλάι στην είσοδο του θαλάμου βασανιστηρίων. Ο Μπερτς, ο Γουίλαρτ, ο Λιντς, ο Σουλεϊμάν βασάνιζαν τον Σπύρο Γεωργίου Πιτσιλλήν από το Γέρι (έφυγε τον περασμένο μήνα), τον Λεοντή Παπακυριακού από το Δάλι και κάποιον Προκόπη. Ακούαμε τα αγκομαχητά των μαρτύρων, τις γροθιές, τα χτυπήματα των κορμιών στους τοίχους, τις κραυγές του πόνου. Η φωνή άρχιζε βαριά, υψωνόταν μετατρεπόμενη σε ουρλιαχτό σφαζόμενου χοιριδίου, γινόταν στριγκλή και σαν να ξεψυχούσε. Περνούσαν δίπλα μας ο Μπερτς, ο Λιντς, ο Σουλεϊμάν, κάθιδροι και μας απειλούσαν «περιμένετε, θα ‘ρθει κι η σειρά σας»… Κι οι καρδιές να χτυπούν σαν τύμπανα, κι οι ικεσίες στην Παναγία να επαναλαμβάνονται σε μια αυξανόμενη  τραγική ένταση. Τρομερό ψυχολογικό μαρτύριο να βλέπεις και ν’ ακούς τις δοκιμασίες που σε περιμένουν! Κάποια στιγμή διακόπτονται οι ήχοι του τρόμου κι ακούμε βήματα να σέρνονται στα μάρμαρα. Έβγαζαν από τον θάλαμο τον Σπύρο, τον Λεοντή, τον Προκόπη, στη βεράντα, δίπλα μας. Τους ακολουθούσαν συρμή τα αίματα από τα καταπληγωμένα πέλματα. Κι η απειλή να επαναλαμβάνεται σαν μακάβρια προειδοποίηση: «Περιμένετε. Θα πάθετε χειρότερα»… Περνούσαν οι ώρες και το δράμα παρατεινόταν σατανικά. Κι η αγωνία κορυφωνόταν. Παρακαλούσα να με σύρουν στα βασανιστήρια για να τελειώνει το μαρτύριο έστω και με τον θάνατο…  Είναι τρομερό να θέλεις να πεθάνεις στα 18 σου χρόνια!…

ΠΗΓΗ: Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ